Την Δευτέρα βρέθηκα στη Θεσ/νίκη. Μέχρι το μεσημεράκι τέλειωσα τις δουλειές που είχα να κάνω και πήγαμε για φαγητό στο Cosmos και ειδικά στο Hellas Μέλαθρον (δοκιμασμένη επιλογή από το πρόδρομο μαγαζί «Ούζου Μέλαθρον»). Σκέφτηκα λοιπόν να «εκμεταλλευτώ» την πρόσκληση φίλων απ’ την Βέροια να πάμε εκεί για να περάσουμε μαζί την Πρωτομαγιά.
Τηλεφώνησα, συνεννοηθήκαμε, πήγαμε. Πέσαμε και πάνω στα γενέθλια του Πέτρου!!
Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε (αργά) για τον τόπο της …αναψυχής. Στο δρόμο άρχισε να πέφτει δειλά μια βροχή που αποδείχτηκε ότι ο σκοπός της ήταν απλά να μας τρομάξει. Φτάσαμε πριν το μεσημέρι εκεί που συνηθίζουν από χρόνια να μαζεύονται την μέρα της Πρωτομαγιάς (ίσως και με άλλες ευκαιρίες, δεν ξέρω). Σε ένα κτήμα, κάπου έξω από την Νάουσα, για το οποίο δεν νομίζω ότι θα μπορέσω να ξαναβρώ τον δρόμο.
Το μέρος ήταν υπέροχο. Παντού πρασινάδα, θαρρείς γκαζόν. Απ’ την μια πλευρά υπήρχαν περιμετρικά κάποιες ψηλές λεύκες που συνόδευαν στην διαδρομή του ένα υπέροχο ρυάκι. Υπήρχε ένα χαμηλότερο, επίσης καταπράσινο πλάτωμα. Κάπου στο βάθος έβλεπα ένα μποστάνι, δυο σειρές κλήματα, τριανταφυλλιές, λουλούδια, χαμηλά δεντράκια. Προς τα κάτω ξεχώριζα περιστερώνα, κάποιο κοτέτσι και κάποια άλλα κτήρια εκεί δίπλα και πίσω που δεν ενδιαφέρθηκα να εξερευνήσω. Μπαίνοντας, δεξιά δίπλα στη περίφραξη υπήρχε άφθονος χώρος για πάρκινκ. Στο κέντρο του κτήματος υπήρχε ένα σπίτι. Ή μάλλον κάτι που κάποτε θα γίνει σπίτι. Υπήρχε το τσιμεντένιο δάπεδο, μερικοί τοίχοι και μεγάλα κομμάτια νάιλον που συμπλήρωναν τα κενά. Μια ατέλειωτη ακόμα σκεπή, μια υποτυπώδη αλλά λειτουργική κουζίνα και WC και πολλά μα πάρα πολλά πλαστικά καθίσματα και τραπέζια. Φυσικά υπήρχε πολύς κόσμος. Και λόγω της βροχούλας όλοι είχαν μαζευτεί στο κτήριο.
Φαντάζομαι όμως πως αν ήταν αλλιώς, όλοι θα ήταν απλωμένοι στη γύρω πρασιά. Οι ψησταριές δούλευαν συνεχώς και κάθε φορά που κάποιος τελείωνε ένας άλλος ερχόταν στη θέση του. Η στοίβα με τα ξύλα δήλωνε μια από τις θέσεις της βραδινής πυρράς.
Χωθήκαμε μέσα στο …πλήθος. Είδα γνωστούς, αγνώστους, παλιούς φίλους, ξεχασμένους, καινούργιους. Συστηθήκαμε, φιληθήκαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά (ή προσπαθήσαμε γι’ αυτό), ανανεωθήκαμε. Γεμίσαμε οξυγόνο, δύναμη, χαρά, ειρήνη. Φάγαμε, παίξαμε, κάναμε βόλτες, μιλήσαμε, γελάσαμε. Τραγουδήσαμε. Με φωνές καλές και λιγότερο καλές μα πάντα εκ ψυχής και αυθεντικές. Με νότες έγχρωμες κι απλές, αργές, έντονες, απαλές.
Σε μια δόση κάποιος προσάρμοσε μια μικρή καρότσα σ’ ένα τρακτεράκι και άρχισε να κάνει βόλτα τα πιτσιρίκια. Εκστασιάστηκαν.
Μ’ αυτά και με ‘κείνα η ώρα πέρασε.
Φύγαμε σχετικά νωρίς γιατί είχαμε και τον δρόμο της επιστροφής. Οι πιο πολλοί μείνανε. Κι όπως μου έχουν διηγηθεί από άλλες φορές θα μένανε έως αργά και θ’ ανάβανε φωτιές!!
Δεν γνώρισα τον ιδιοκτήτη. Είδα μόνο την γυναίκα του που ήρθε να μας συστηθεί (και βγήκαμε και γνωστοί!!). Έτρεχε πάνω κάτω. Μια για να μεταφέρει καθίσματα, μια να ρωτήσει κάποιους αν περνάν καλά ή αν έφαγαν, μια για να προϋπαντήσει ή να κατευοδώσει κάποιους άλλους. Αεικίνητη. Συγχάρηκα μέσα μου κι αυτήν και τον άντρα της. Για το έργο τους. Και για το …«έργο» τους. Για την ανοικτή καρδιά τους. Για ό,τι ανεκτίμητο πρόσφεραν απλόχερα κι εγώ απλώς …απόλαυσα.