bring them Back

bring them Back
T-btBack

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Εγώ, ο ήρωας

Ο ήρωας στη παιδική μου φαντασία ήταν ένας …υπεράνθρωπος.
Ανίκητος, άφθαστος και άφθαρτος, μυστηριώδης και όμορφος. Ένας ιπποτικός χαρακτήρας, δυναμικός, με ιδιαίτερες ικανότητες και απαράμιλλο θάρρος. Απρόσβλητος, επιβλητικός και συνάμα προσηνής.
Σαν τους χαρακτήρες της μυθιστορίας μας, σαν τους ιππότες των παραμυθιών, σαν τους οπλαρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης, σαν τους ανώνυμους πεσόντες στα μετερίζια της πατρίδας μας.
Και βεβαίως σαν τον Σούπερμαν, τους Φανταστικούς 4, τους Χ-men, τον Δικαστή Ντρεντ και τόσους, τόσους άλλους. Ήρωες κάθε χρώματος, ικανότητας, εποχής, επιπέδου. Για κάθε ανάγκη και πρόβλημα. Ένα σωρό ήρωες στην υπηρεσία της ανθρωπότητας.
Μα ούτε ένας όταν τον χρειάζεσαι!! Άλλωστε οι περισσότεροι είχαν πεθάνει, οι δε λοιποί φαίνεται να ζούσαν σε άγνωστες πόλεις σε κάποια μακρινή, μυθική Αμερική, έξω από την δική παιδική καθημερινότητα.
Και τα χρόνια πέρασαν. Μαζί και η «εποχή» των ηρώων.
Άλλες προτεραιότητες, άλλος τρόπος σκέψης.
Ενήλικες πια, έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν εχθρικό κόσμο, πονηρούς και παραλόγους ανθρώπους, υπηρέτες σκοτεινών συμφερόντων, την σήμερον, τον εαυτό μας.
Ο «προκείμενος εις ημάς αγών», δεν στέφεται από επιτυχία πάντα, δεν στέφεται από επιτυχία για όλους. Ανέκαθεν. Και, ως γνωστόν, «οι ιδέες δεν είναι υπεύθυνες γι’ αυτούς που τις υπηρετούν». Μπορεί να επιμείνεις στον αγώνα. Μπορεί όμως να μείνεις στην πτώση.
Κι ίσως αυτή να είναι η ειδοποιός διαφορά.
Ίσως έτσι να ξεχωρίζουν οι ήρωες.
Τώρα, ύστερα από πολλά χρόνια (και όχι μόνο), μπορώ να πω ότι ξέρω, ότι γνωρίζω ήρωες.
Και με έκπληξη τους αναγνώρισα δίπλα μου. Μέσα μου. Γιατί ...εγώ είμαι ο ήρωας.
Εγώ, η μάνα, που έδωσα μάχες με όλους, με το κράτος το ίδιο, για να δώσω στ’ ανάπηρο παιδί μου μια ευκαιρία και τις δυνατότητες για καλύτερη ζωή. Και το πέτυχα!!
Εγώ, η οικογένεια που αγκάλιασε τ’ αδύναμο μέλος της, πολέμησε με λιοντάρια και, όχι μόνο έσωσε αλλά κι εφοδίασε το σπλάχνο της μ’ άλλες ικανότητες, ανεκτίμητες.
Εγώ, ο φίλος, που πολέμησα με συμφέροντα κι επιθυμίες που στρατεύονται κατά της ψυχής. Και έμεινα. Και μένω μέχρι τώρα. Και ξαναπιάνω να στηθώ και πάλι ορθός. Με την ίδια αποφασιστικότητα κάθε φορά, αν κι όχι με την ίδια ευκολία.
Εγώ, ο γείτονας, που αντιμετώπισα τις δοξασίες ολάκερου χωριού και δεν υποχώρησα ούτε προς ώρας. Για να διαμείνει η Αλήθεια. Ακέραιη.
Εγώ, που άνοιξα τα μάτια μου στον πλανήτη συνειδητοποιώντας ότι υστερώ σε ικανότητες και προσόντα. Ότι πρέπει να συντηρούμαι χημικά η/και μηχανικά, να ζω με συμπληρώματα για να ζω τη ζωή. Ότι το αυτονόητο δεν ισχύει γι’ μένα. Και, παρόλ’ αυτά, δεν παραιτήθηκα. Και μου φάνηκε (η ζωή, ντε!!) καλή κι ωραία. Την δέχτηκα, την χάρηκα, την ζω. Χαμογελαστά, υπομονετικά, επιθετικά. Χωρίς αυτολύπηση, μίζερα ή απελπισμένα. Ξέρω πως παρεξηγήθηκα για τις απόψεις μου. Ακόμα και για το γέλιο μου, τους τρόπους μου, το χιούμορ μου. Μάζεψα τ’ αγκάθια μου κι άνοιξα καρδιά και μυαλό. Και συντήρησα έτσι, με δικό μου κόστος, σπάνιες φιλίες. Κι έμεινα σταθερός σ’ αιρετικές απόψεις. Κι ανταγωνίστηκα επί ίσοις «υγιείς» κι «ολοκληρωμένους» στο επαγγελματικό πεδίο, κι αντιστάθηκα σε προτάσεις για ζωή σε βάρος ζωής άλλου. Και κρατήθηκα, όταν δεν φαινόταν από πουθενά λύση, στην υπακοή των αρχών που είχα ενστερνισθεί στα 17, μένοντας πιστός σε νόμους κι εντολές που τώρα φαίνονται βαριές και παράλογες, «τοις κείνων ρήμασι» πειθόμενος. Κι απέφυγα σειρήνες, και φοβάμαι κύκλωπες, και κουράστηκα από το ταξίδι. Και θα συνεχίσω. Θέλω.

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2007

Καταρράκτες

Πριν τρία χρόνια πρωτο-άκουσα για τον «καταρράκτη» στο Θεολόγο. Και ξαφνιάστηκα φυσικά. Εντελώς. Μέχρις αρνήσεως. Ξέρω το νησί …παιδιόθεν. Το ΄χω φάει με το κουτάλι. Για καταρράκτη δεν είχα ξανακούσει. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Οι πληροφορίες μιλούσαν και για μια λίμνη στις Μαριές. Ε, αυτό ήταν αδιανόητο για μένα. Και καλά εγώ, ένας …επισκέπτης του νησιού. Οι ντόπιοι; Οι γηγενείς;
Ε, λοιπόν ούτε οι ντόπιοι ήξεραν τίποτε. Κάποιοι μάλιστα κορόιδεψαν, κάποιοι δεν πίστευαν ούτε τις εικόνες από το ιντερνετ και τις φωτογραφίες που είχαμε πάρει από παλιότερους επισκέπτες. Ποιος λοιπόν να σου δώσει οδηγίες; Μα … οι ξένοι φυσικά!! Οι τουρίστες. Οι αλλοδαποί. Γερμανοί κυρίως. Οι οποίοι ερχόταν ενημερωμένοι, με οδηγίες και χάρτες ενίοτε!!
Θα πήγαινα λοιπόν, το δίχως άλλο. Το αποφάσισα. Και το δούλευα στο μυαλό μου για τρία χρόνια.
Εντωμεταξύ βρήκαμε την «λίμνη» στις Μαριές. Πάλι ακολουθώντας οδηγίες ξένων που πήγαιναν ποδαράτα σε διαδρομές σχεδιασμένες από δικούς τους φυσιολατρικούς ομίλους και ορειβατικούς συλλόγους. Η «λίμνη» δεν έλεγε τίποτα. Δημιουργήθηκε από ένα πρόχειρο φράγμα με σκοπό να συλλέγεται το νερό για άρδευση. Πολύ όμορφη αλλά όχι για κολύμπι. Βγάλαμε κάποιες φωτογραφίες κι ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Κάποιος σκέφτηκε να ανεβούμε πιο πάνω. Φτάσαμε δύσκολα στο άλλο επίπεδο. Ακολουθώντας το …ρυάκι προς την πηγή, βρήκαμε …έναν άλλο καταρράκτη!! Στις Μαριές. Όχι στο Θεολόγο! Ήταν απίθανος. Αρπάξαμε την ευκαιρία για ένα μπανάκι στην λιμνούλα που σχηματιζόταν στη βάση του. Υπέροχο νερό, διάφανο, κρύο. Υπέροχη λιμνούλα. Βαθιά, γραφική, καθάρια. Το ίδιο κάναμε και πιο πάνω και πιο πάνω. Υπήρχαν τρεις επίπεδα και στο καθένα επαναλαμβανόταν το ίδιο σκηνικό. Μόνο που κάθε φορά έμοιαζε καλύτερο.
Φύγαμε ενθουσιασμένοι.
Αλλά δεν είχα πάει ακόμα στον μεγάλο, στο Θεολόγο. Και πριν το καταφέρω έμαθα ότι υπάρχει κι άλλος (τι παράξενο!!), έξω από το Καζαβίτι, όπου όμως δεν φτάνει δρόμος.
Κι επειδή «χρόνος είναι εις πάντα και καιρός παντί πράγματι υπό τον ουρανόν», φαίνεται πως τώρα ήταν η ώρα και η κατάλληλη παρέα και οι συγκυρίες για το συγκεκριμένο εγχείρημα. Νοικιάσαμε λοιπόν ένα τζιπ, στριμωχτήκαμε μέσα 6 άτομα και ξεκινήσαμε. Οι δυσκολίες αρχίζουν από τα πρώτα μέτρα. Ο δρόμος μοιάζει να ‘ναι φτιαγμένος από τα στοιχεία της φύσης, το νερό και τον αέρα. Μετά πολλή πολλή ώρα ταρακούνημα αρχίσαμε να υποψιαζόμαστε ότι είμαστε σε λάθος δρόμο. Κάποτε ένα άλλο τζιπ που ερχότανε αντίθετα, από το Κάστρο, έκανε βεβαιότητα τις υποψίες μας. Πίσω. Ξανά στο Θεολόγο, ξανά στα τηλέφωνα, ξανά οδηγίες. Για μια στιγμή είπαμε να τα παρατήσουμε. Αλλά μόνο για μια στιγμή. Ανεβήκαμε πάλι το λόφο και πήραμε τώρα την σωστή στροφή. Ο δρόμος είχε σχεδόν τα ίδια χάλια και ήμουν συνέχεια με τον φόβο μήπως …«παρακάτω χαλάει».
Οδήγησα αρκετή ώρα και, από ένα διάστημα και μετά, παράλληλα με τ' άνυδρο ποτάμι. Κάπου κάπου βλέπαμε κάποιες υποτυπώδεις πινακίδες (στ’ αγγλικά, βεβαίως-βεβαίως). Όταν είχαμε κουραστεί αρκετά και δεν το περιμέναμε, άρχισε ν’ ακούγεται ο θόρυβος του νερού. Σε λίγο φάνηκε εκεί μπροστά μας, δίπλα στο δρόμο, ακριβώς πάνω στη στροφή. Ανασάναμε με ανακούφιση. Κατεβήκαμε. Ήταν ωραίος. Ψηλότερος από τους άλλους αλλά με λίγο νερό. Σε σχέση με της Έδεσσας έμοιαζε με ντουζιέρα που κάποιος ξέχασε ανοικτή. Ακολουθήσαμε ένα δύσβατο μονοπατάκι στ’ αριστερά του κι ανεβήκαμε στην κορυφή. Προχωρήσαμε προς τα πάνω. Δεύτερος. Καλύτερος, με υπέροχη πλατιά και βαθύτερη λιμνούλα για μπάνιο, περισσότερο νερό, παγωμένο. Όλα τα πιτσιρίκια βούτηξαν. Καλά δεν κρυώνουν αυτά; Το τοπίο ήταν ειδυλλιακό. Μεγάλα πλατάνια, φτέρες, γέρικα δέντρα, όμορφο ξέφωτο με παχιές σκιές κι ονειρεμένες ηλιαχτίδες που τρυπούσαν τα κατάλληλα σημεία. Το δάσος του παραμυθιού. Κάποιοι σκαρφαλώσαμε και πιο πάνω απ’ ένα δυσδιάκριτο, υποτυπώδες μονοπατάκι στ’ αριστερά αλλά το πράγμα δεν είχε συνέχεια.
Κατεβήκαμε. Μείναμε εκεί σ’ αυτό το άνοιγμα. Θα θέλαμε να μέναμε για πάντα. Όμως ο χρόνος περνούσε γρήγορα. Φύγαμε με βαριά καρδιά, απρόθυμα. Είχαμε ν’ αντιμετωπίσουμε τον ίδιο απαράδεκτο δρόμο, που όμως τώρα μας φάνηκε τόσο σύντομος!
Χτες δημιουργήθηκε άλλη μια ευκαιρία. Και ναι, πήγα και πάλι. Από άλλο δρόμο, όχι πολύ καλύτερο, αρκετά μακρύτερο. Με άλλη παρέα, με δύο αυτοκίνητα. Στο ένα ήταν ένας ντόπιος, φίλος αγαπητός, με την οικογένειά του. Που θεωρούσε ότι του λέγαμε υπερβολές και που έφυγε πιο ενθουσιασμένος κι από μας.
Οι εικόνες από κει θα γεμίζουν το μυαλό μας για καιρό. Μακάρι να μείνουν έτσι αυτά τα μέρη. Μακάρι. Κι ας μη φτιαχτεί ποτέ ο δρόμος.