bring them Back

bring them Back
T-btBack

Τρίτη 31 Ιουλίου 2007

"Πείνα για τον Θεό"

Αναδημοσιεύεται αναθεωρημένο "επί τη επετείω" (+4Y)
Από τότε, κανένα του είδους του, δεν μου ...ξεσήκωσε τα ίδια συναισθήματα.


Ξεκίνησα να διαβάζω αυτό το βιβλίο ("Πείνα για τον Θεό" του G.Verwer - Έκδοση της Ελλ. Ευαγγελικής Εκκλησίας) πιστεύοντας ότι δεν είναι παρά ένα ακόμη χριστιανικό έντυπο, ότι δεν έχει παρά να μου πει τα ίδια πράγματα, ίσως αλλιώς σερβιρισμένα. Είναι τώρα αρκετά χρόνια που δεν αγοράζω πλέον χριστιανικά βιβλία. Δεν πιστεύω ότι έχουν να μου προσφέρουν πια κάτι. Αυτό μάλιστα το βιβλίο εκδόθηκε το 1986 και τώρα είμαστε στον …21ο αιώνα! Αλλά να, έπεσε στα χέρια μου. Είναι ένα από τα δύο βιβλία που πήρα δωρεάν απ’ το «συνέδριο» Hellas 2002. Όταν γύρισα σπίτι μου, το άφησα σε μια άκρη. Όταν ξεκίνησα να το διαβάζω, το έκανα με μισή καρδιά (το άλλο βιβλίο δεν το άρχισα ακόμα). Με ξάφνιασε ευχάριστα. Άρχισε να έχει ενδιαφέρον. Δεν ήταν ξύλινα λόγια. Έπαιρνα. Δούλευε μέσα μου. Προς το τέλος, διάβαζα μια μόνο παράγραφο κάθε φορά, για να μπορώ να την αφομοιώνω.
Και μάλλον πρέπει να το ξαναδιαβάσω!!

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007

Λεπτοκαρυά

Το οικονομόμετρο και άλλες ενδείξεις στο ταμπλό του Picasso δεν εμφανίζονται εδώ και μέρες (τελικά αποδείχθηκε ότι έφταιγε το RadioCD) κι έτσι …απαλλαγμένος από μια έννοια, βάλθηκα να φτάσω μια ώρα γρηγορότερα Θεσ/νίκη.
Μετά από αναπάντεχες κι ευχάριστες συναντήσεις με παλιόφιλους και συνεννοήσεις για τις διακοπές του άλλου μήνα, μεσημεράκι πια, κατηφόρισα, περνώντας τα πρώτα διόδια και την υπόγεια διάβαση της Κατερίνης προς την πρωτεύουσα της νότιας επαρχίας του νομού Πιερίας.
Έχω ξανάρθει κι άλλες φορές σ’ αυτά τα μέρη. Πολύ λίγες για να τα βαρεθώ ή να τα χορτάσω. Πρωτοείδα την περιοχή από τρένο που σε κάποια σημεία της διαδρομής του ήταν τόσο κοντά στην ακτή που νόμιζες ότι περνούσες πάνω από όσους ξάπλωναν στην παραλία. Την ερωτεύτηκα αμέσως. Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως θα ξανάρθω. Και ξαναπήγα και μια και δυο και παραπάνω. Και κολύμπησα και έφαγα στα ταβερνάκια και ξάπλωσα στον ήλιο και απόλαυσα το ποτό και το τζιτζίκι. Ήρθα μόνος, με παρέα, με φίλους. Έμεινα σε φίλους, έμεινα σε ξενοδοχείο. Όπου να ‘ναι θα ‘μενα για να γευθώ αυτό το …ιδιαίτερο.
Και δεν είναι η φύση, το πεύκο, οι μυρωδιές, το ιώδιο, το αεράκι. Δεν είναι η παραλία, η καθαρή σαν πισίνα θάλασσα. Όλ’ αυτά τα έζησα και τα βρίσκω εύκολα στο τόπο μου (και χωρίς πέτρες στην ακροθαλασσιά). Ναι, είναι κι όλα αυτά. Είναι και κάτι άλλο όμως. Είναι το ήρεμο περιβάλλον της κατασκήνωσης των φίλων, οι ωδές της κεφάτης παρέας, η φυσαρμόνικα του δειλινού, οι χωρίς φωνές και νεύρα διπλανοί, ο βραδινός τενόρος, το πρωτότυπο ξύπνημα, το τιτίβισμα των παιδιών, οι δραστηριότητες της ομάδας.
Ε, λοιπόν φέτος έμελλε να ζήσω μέσα σ’ αυτά και να εκπληρωθεί έτσι ένα όνειρό μου. Προσπάθησα κι άλλες φορές, κι άλλες χρονιές. Φέτος, δόξα στο Θεό, και δωμάτιο βρέθηκε και η περίοδος μας βόλεψε (και η διάρκεια) και μόνος δεν ήμουν.
Την πρώτη μέρα, Κυριακή, απόγευμα πια, τακτοποιηθήκαμε, αγοράσαμε τα στοιχειώδη από το τοπικό super market, περιδιαβήκαμε τα στενά και άλλους δρόμους, κολυμπήσαμε. Δευτέρα φτιάξαμε ένα στοιχειώδες πρόγραμμα, κολύμπι και δρόμο. Το πρωί στη Πλάκα Λιτόχωρου, το απόγευμα στη Κατερίνη. Βρήκα γνωστούς που είχα ξεχάσει με τα χρόνια και αγνώστους που μ’ αγκάλιασαν θερμά. Προσπάθησα την ντροπαλότητά μου να νικήσω (ή είναι εγωισμός!;;)
Την επομένη ξεκινήσαμε για Λιτόχωρο. Το «Μικρό Παρίσι» όπως έλεγε για το χωριό της μια παλιά συνάδελφός μου. Τριγυρίσαμε στ’ ανηφορικά σοκάκια, χαζέψαμε στα μαγαζάκια, βγήκαμε φωτογραφίες, κουραστήκαμε. Ώρα για λίγο ψηλότερα. Στα 17χλμ προς Όλυμπο και σε υψόμετρο 2.917μ. είναι η θέση «Πριόνια» και το τέλος του δρόμου. Μετά θέλει εξοπλισμό, αντοχή, γερά πόδια. Δεν είχαμε τίποτα απ’ αυτά. Μόνο όρεξη είχαμε. Και κάτσαμε να φάμε εκεί στο καταφύγιο. Και αφού ηρεμήσαμε, ανεβήκαμε και λίγο πιο πάνω, στον καταρράκτη. Υπέροχα. Υπέροχα!!
Ημέρα Τετάρτη. Μπάνιο στη παραλία Σκοτίνας. Καφέ στη όαση ομορφιάς και ξεκούρασης που φέρει το όνομα της αρχαίας Λείβηθρας. Μια καφετέρια χωμένη μέσα στο πράσινο φτιαγμένη με μεράκι και γούστο και σεβασμό προς το περιβάλλον, στο δρόμο προς Καρυά. Αν το σερβίρισμα αργήσει λίγο είναι γιατί δεν υπάρχει ηλεκτρικό.
Τ’ απομεσήμερο συναντάμε Στέφανο και Νατάσσα που επιστρέφουν Θεσ/νίκη. Μας λένε τα δικά τους από την Σκύρο και τις ομορφιές της. Φεύγουμε για Πλαταμώνα. Επαναλαμβάνονται τα της Κατερίνης με διαφορετικά πρόσωπα αλλά με τη ίδια συγκίνηση. Γυρνάμε μετά τις 9 το βράδυ, βιαστικά κάπως, για να βρεθούμε με τους φίλους που πριν τόσα χρόνια με φιλοξένησαν στο ίδιο αυτό τόπο. Τώρα ήρθε η ώρα να φιλοξενηθούν από μας στο μεγάλο 302 των πέντε (5) κρεβατιών του Γ’ ορόφου.
Πέμπτη, και πέντε πλέον άτομα, ξεκινήσαμε μετά τα καθημερινά, για το κάστρο του Παντελεήμονα. Ανεβήκαμε και στον Παλιό και περιδιαβήκαμε τα στενοσόκακα και ξεδιψάσαμε σε παλιές βρύσες με κρυστάλλινα νερά και γευτήκαμε «καλόγερο στην κατσαρόλα» και άλλα εδέσματα «μι ζ’μί». Πήγαμε και για το ονομαστό γαλακτομπούρεκο αλλά …μόλις είχε τελειώσει.
Γυρίσαμε. Για μπάνιο δεν λέει σήμερα. Φυσάει από χτες βράδυ και οι κροκάλες ανακάτεψαν νερό και βυθό.
Την Παρασκευή, που μου φαίνεται ότι έφτασε πολύ γρήγορα, πήγαμε στην παραλία του Παντελεήμονα για μπάνιο κάτω από τον καταπράσινο χορταριασμένο πύργο, δίπλα στη παλιά γραμμή του ΟΣΕ, στη σκιά του Κάστρου. Βόλτα στους (Ν) Πόρους που μοιάζουν απρόσωποι σαν οικισμός, και πίσω στον Πλαταμώνα για φαγητό.
Το βράδυ έξι (6) άτομα για ύπνο. Ένα στο μπαλκόνι έξω, ένα στο πάτωμα μέσα. Κουβεντούλα έως την 1η πρωινή, ξύπνημα στις 7:00’ πμ και αναχώρηση των φιλοξενουμένων. Εμείς θα μείνουμε και αυτή τη μέρα και θα πάμε στους Παλιούς Πόρους που ανακαλύψαμε ότι είναι στη προσπάθεια τους ν’ ανταγωνισθούν τον Παλιό Παντελεήμονα. Την Κυριακή έπρεπε να κλείσει αυτό το κεφάλαιο. Αναχωρήσαμε για Κατερίνη πρώτα και μετά παραλία Κατερίνης. Από κει στη παραλία Κορινού απ’ το δρόμο που δεν υπήρχε στο χάρτη μας.
Φεύγαμε ήδη όταν, κάπου στη διαδρομή, συνειδητοποίησα ότι είχαμε ξεχάσει το Δίον!! Ήταν όμως ώρα να επιστρέψουμε στην …Ιθάκη μας. Για μερικούς σαν και μένα τίποτα δεν είναι σαν την γωνιά σου.

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007

Παλιά Ιστορία

Πρωτογνωριστήκαμε πριν από πολλά-πολλά χρόνια. Τις συστάσεις έκανε η παιδίατρος. Μιλούσε κυρίως στην μητέρα μου, φυσικά, αφού εγώ ήμουν μόλις 6μιση (περίπου) ετών.
Και μας φορτώθηκε για τα καλά.
Στην αρχή που δεν την ξέραμε πολύ, προσπαθήσαμε να την ξορκίσουμε, να την αρνηθούμε, να την αποφύγουμε, να την διώξουμε, να την φαρμακώσουμε, να την θεραπεύσουμε.
Τίποτα. Ήταν εκεί πάντα. Ήταν εκεί από πάντα, ανάμεσά μας, μέσα μας.
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο βουνό για μακρές διακοπές σε υψόμετρο και για να κοκκινίσουν τα μάγουλα από το οξυγόνο. Δεν ζαλίστηκε στις κορυφές της Παλιάς Καβάλας, ούτε …οξειδώθηκε.
Δοκιμάσαμε την θάλασσα. Μα ούτε το ιώδιο φάνηκε να την ενοχλεί, αν και επί σειρά ετών κατασκηνώναμε «εκεί που σκάει το κύμα», στην σκιά των πεύκων του Δασυλλίου.
Προοδευτικά ο ζυγός της βάρυνε. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι παρενέργειές της γινόταν φανερές.
Δεν σταμάτησα να την πολεμώ. Και δεν την συνήθισα όπως πιστεύουν μερικοί. Ούτε την μισώ. Κέρδισα πολλά απ’ την σχέση μας και έχασα άλλα τόσα. Δεν μπορώ να κάνω σύγκριση ή να ζυγίσω τα πράγματα αφού έχω ζήσει μόνο την μια πλευρά. Φαντάζομαι (κάπως) πως θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα χωρίς αυτήν. Και …παραπονιέμαι (κάπως).
Ξέρω όμως ότι βάδισα αυτή την όχθη, αυτό τον δρόμο «δια του οποίου έπρεπε να υπάγω».
Τώρα, μετά απ’ όσα κατά καιρούς μαθαίναμε για την επισφαλή χειρουργική αντιμετώπιση με αντικατάσταση μυελού των οστών (έχασα φίλους έτσι), ακούγονται πλέον τα περί «γονιδιακής θεραπείας», περί βλαστοκυττάρων και πλαστικού αίματος.
Φαίνεται πάντως πως έχει ακόμα δρόμο αυτή η σχέση. Κάποτε όμως επιτέλους θα διακοπεί. Ίσως πάλι φύγει θαυματουργικά. Ίσως κάποια άλλη μέθοδος πετύχει.
Ελπίζω μόνο, αυτό να γίνει όσο είναι νωρίς.
Είναι παλιά η ιστορία αλλά είναι επίσης επίκαιρη &' κουραστική.

Τρίτη 3 Ιουλίου 2007

Επιβιώνοντας

Ακούμπησα στη κουπαστή ανακουφισμένος και με μια δόση ικανοποίησης. Κοίταξα προς τα πίσω ψάχνοντας με το βλέμμα μου στ’ αφρισμένα νερά. Το πλοίο μου έσερνε ακόμη το χοντρό σχοινί απ’ όπου, μέχρι χτες θαρρείς, κρατιόμουν για τόσο πολλά χρόνια.
Πως είχα πέσει; Όσο αγωνιζόμουν να μείνω δεμένος για να μη χαθώ μέσα στα κύματα, δεν μπορούσα να σκεφτώ για πολύ τίποτ’ άλλο πέρα απ’ το πώς θα μείνω ζωντανός, πως θα μπορέσω πάλι να σκαρφαλώσω στο κατάστρωμα.
Τώρα, ασφαλής και πάλι, το μυαλό έτρεχε στο παρελθόν αναζητώντας απαντήσεις και σοφία.
Όταν μπήκα στο πλοίο στητός και αγέρωχος, δεν μπορούσα να φανταστώ την συνέχεια. Ήμουν 17άρης, σε μια ηλικία που τα ξέρεις όλα, που μπορείς τα πάντα. Δεν είχα οδηγίες απ’ το σπίτι, δεν μοιράζουν τέτοιες ούτε κατά την επιβίβαση και οι συμβουλές από κάποιους παλιότερους και γνώστες δεν βρήκαν τον δρόμο τους. Άλλωστε ο Δεύτερος είχε πείρα όση κι εγώ (για να μη πω μικρότερη). Πιο μπροστά απ’ αυτόν μπήκα στη Σχολή, πιο μπροστά προμηθεύτηκα τα αναγκαία και τον εξοπλισμό. Και πυξίδα και φανό και σωσίβιο και ξίφος.
Με τη πρώτη επιτυχία απογειώθηκα. Κι η υπερηφάνεια δουλεύει ύπουλα.
Με συνέφερε η πτώση στη κρύα θάλασσα. Καλά που βρέθηκε αυτό το παλαμάρι.
Τώρα ξέρω πως κι άλλοι πιάστηκαν απ’ αυτό. Άλλοι χάθηκαν. Κάποιοι μένουν ακόμα πιασμένοι, τυλιγμένοι πάνω στο άγριο, μουσκεμένο, χοντρό σχοινί. Και δεν μπορούν, δεν έχουν δυνάμεις, δεν ξέρουν τον τρόπο να βγουν απ’ τα νερά. Ούτε και τ’ αφήνουν. Όπως κι εγώ. Όχι, δεν θα πνιγώ. Κάτι θα γίνει. Ίσως κάποιος με δει, απ’ το πλοίο. Κι ίσως αυτός να ξέρει ή να βρει τον τρόπο να με τραβήξει. Μπορεί κάτι άλλο να συμβεί. Ένα θαύμα!
Ντρεπόμουν που ήμουν συνέχεια λερωμένος, βρεγμένος, πνιγμένος μέσα στην αλμύρα και τ’ απόνερα, αδύναμος.
Η σωτηρία μου ήταν το πλοίο. Γι’ αυτό δεν άφηνα ό,τι με συνέδεε μ’ αυτό. Όχι δεν θα πνιγώ. Αλλά πώς να σκαρφαλώσω; Δεν είχα δυνάμεις. Σκέψεις, άσχημες εισηγήσεις. Απογοήτευση.
Όχι. Δεν θα πνιγώ.
Ένα αδύνατο χέρι ακούμπησε το δικό μου. Περίεργο! Το δικό μου;!
Ξύπνησα στο κατάστρωμα.
Είμαι ακόμα βρώμικος. Πολλά δεν τα έχω ξεπεράσει. Και κάποιες ουλές, μεγάλες, σημαδεύουν το σώμα μου. Αλλά τώρα έχω πιο γερές βάσεις. Μεγαλύτερη ελπίδα, μεγαλύτερη πείρα κι ένα αδύνατο χέρι να κρατάει το δικό μου. Πολλές φορές έρχομαι εδώ στη κουπαστή, σ’ αυτό το σημείο. Να δω από πού βγήκα. Να δω μήπως διακρίνω κάποιον άλλον μέσα στα κύματα πιασμένο από κάποιο σχοινί. Θα μπορέσω να τον βοηθήσω;

Κυριακή 1 Ιουλίου 2007

Hellas 2002

Αναδημοσιεύεται (συμπληρωμένο στις λεπτομέρειες) "επί τη επετείω",
με πολύ συγκίνηση και νοσταλγία
Ξεκίνησα ξημερώματα Τρίτης (25/6) …
Η κίνηση και το μποτιλιάρισμα στην Αθήνα είχε σχηματίσει ουρά 7-10 χλμ. Έχασα την είσοδο προς κέντρο (έπρεπε μάλλον να βγω στην Αχαρνών). Σκέφτηκα να κατέβω Πειραιά και να πάρω την παραλιακή (για Σούνιο). Ρώτησα καναδυό άτομα. Κάποιος με βοήθησε πολύ.
Έφτασα (παραλία Αναβύσσου) πριν τις 12:00’ το μεσημέρι. Τίποτα δεν ήταν έτοιμο.
Αν εξαιρέσουμε τα υγρά, δεν είχα φάει τίποτα από το προηγούμενο μεσημέρι (εκτός από κάποιο τοστ στο δρόμο). Δεν μπορούσαν να μου δώσουν ακόμα δωμάτιο να ξεκουραστώ. Δεν είχα όρεξη να κολυμπήσω. Πήγα σε μια κοντινή καντίνα και ψιλοέφαγα.
Πέρασε η ώρα, ήρθε η κατάσταση με τα ονόματα και τα δωμάτια, πήρα το κλειδάκι μου κι ανέβηκα. Οι εθελοντές είχαν κάνει τρομερή δουλειά και συνέχισαν όλο το απόγευμα (και θα συνέχιζαν) και τις άλλες μέρες, αλλά το ξενοδοχείο (Calypso) ήταν άθλιο. Προφανώς κάποτε ήταν στις δόξες του. Έχει βέβαια κλιματισμό και τηλεόραση (που πιάνει 1-2 κανάλια). Δεν υπάρχει πισίνα, ούτε ψυγείο και το λουτρό είναι …μάπα. Η θάλασσα είναι καθαρή κι έχεις επιλογές για το που θα πας.
Πέρασα καλά. Καλό φαγητό, δωρεάν αναψυκτικά και καφέδες και κρύο νερό. Ωραίο πρόγραμμα. Ωραίες ομιλίες. Πολύ μουσική, πολλά χάπενινγκς. Είχε παιχνίδια, περίπτερα με βιβλία, κασέτες και cd’s. Το Σάββατο ειδικά ήταν αφιερωμένο στους νέους. Οι μεγαλύτεροι πήγαν στην Αθήνα σε συναυλίες χορωδιών απ’ όλη την Γη. Τους «ξεγέλασα» κι έμεινα. Κουράστηκα πολύ. Κάποια στιγμή πήγα στο Σούνιο. Πήγα και στα γύρω μέρη να βρω φαρμακείο (οι αμυγδαλές μου πάλι).
Γνώρισα κόσμο απ’ όλη την Γη. Πήρα μηνύματα και τροφή για όλο τον χρόνο. Είδα αρκετή κοσμικότητα. Κάποια πράγματα (επιεικώς) με ξενίζουν. Είδα όμως ζήλο και αγάπη και προσπάθεια ενότητας. Είδα αληθινούς Εργάτες.
Την Κυριακή είχε το Δείπνο. Μετά το μεσημέρι ξεκίνησα για Καβάλα. Έφυγα στις 3:00’ περίπου (μμ) κι έφτασα εδώ κατά τα μεσάνυχτα. Έφαγα για βράδυ στην Ασπροβάλτα.
Μακάρι να υπάρχει συνέχεια. Μακάρι να υπάρξει και «Hellas 2003». Μακάρι να μην είναι μια παρένθεση. Και σε μένα, ό,τι πήρα να έχει αποτέλεσμα.