Ακούμπησα στη κουπαστή ανακουφισμένος και με μια δόση ικανοποίησης. Κοίταξα προς τα πίσω ψάχνοντας με το βλέμμα μου στ’ αφρισμένα νερά. Το πλοίο μου έσερνε ακόμη το χοντρό σχοινί απ’ όπου, μέχρι χτες θαρρείς, κρατιόμουν για τόσο πολλά χρόνια.
Πως είχα πέσει; Όσο αγωνιζόμουν να μείνω δεμένος για να μη χαθώ μέσα στα κύματα, δεν μπορούσα να σκεφτώ για πολύ τίποτ’ άλλο πέρα απ’ το πώς θα μείνω ζωντανός, πως θα μπορέσω πάλι να σκαρφαλώσω στο κατάστρωμα.
Τώρα, ασφαλής και πάλι, το μυαλό έτρεχε στο παρελθόν αναζητώντας απαντήσεις και σοφία.
Όταν μπήκα στο πλοίο στητός και αγέρωχος, δεν μπορούσα να φανταστώ την συνέχεια. Ήμουν 17άρης, σε μια ηλικία που τα ξέρεις όλα, που μπορείς τα πάντα. Δεν είχα οδηγίες απ’ το σπίτι, δεν μοιράζουν τέτοιες ούτε κατά την επιβίβαση και οι συμβουλές από κάποιους παλιότερους και γνώστες δεν βρήκαν τον δρόμο τους. Άλλωστε ο Δεύτερος είχε πείρα όση κι εγώ (για να μη πω μικρότερη). Πιο μπροστά απ’ αυτόν μπήκα στη Σχολή, πιο μπροστά προμηθεύτηκα τα αναγκαία και τον εξοπλισμό. Και πυξίδα και φανό και σωσίβιο και ξίφος.
Με τη πρώτη επιτυχία απογειώθηκα. Κι η υπερηφάνεια δουλεύει ύπουλα.
Με συνέφερε η πτώση στη κρύα θάλασσα. Καλά που βρέθηκε αυτό το παλαμάρι.
Τώρα ξέρω πως κι άλλοι πιάστηκαν απ’ αυτό. Άλλοι χάθηκαν. Κάποιοι μένουν ακόμα πιασμένοι, τυλιγμένοι πάνω στο άγριο, μουσκεμένο, χοντρό σχοινί. Και δεν μπορούν, δεν έχουν δυνάμεις, δεν ξέρουν τον τρόπο να βγουν απ’ τα νερά. Ούτε και τ’ αφήνουν. Όπως κι εγώ. Όχι, δεν θα πνιγώ. Κάτι θα γίνει. Ίσως κάποιος με δει, απ’ το πλοίο. Κι ίσως αυτός να ξέρει ή να βρει τον τρόπο να με τραβήξει. Μπορεί κάτι άλλο να συμβεί. Ένα θαύμα!
Ντρεπόμουν που ήμουν συνέχεια λερωμένος, βρεγμένος, πνιγμένος μέσα στην αλμύρα και τ’ απόνερα, αδύναμος.
Η σωτηρία μου ήταν το πλοίο. Γι’ αυτό δεν άφηνα ό,τι με συνέδεε μ’ αυτό. Όχι δεν θα πνιγώ. Αλλά πώς να σκαρφαλώσω; Δεν είχα δυνάμεις. Σκέψεις, άσχημες εισηγήσεις. Απογοήτευση.
Όχι. Δεν θα πνιγώ.
Ένα αδύνατο χέρι ακούμπησε το δικό μου. Περίεργο! Το δικό μου;!
Ξύπνησα στο κατάστρωμα.
Είμαι ακόμα βρώμικος. Πολλά δεν τα έχω ξεπεράσει. Και κάποιες ουλές, μεγάλες, σημαδεύουν το σώμα μου. Αλλά τώρα έχω πιο γερές βάσεις. Μεγαλύτερη ελπίδα, μεγαλύτερη πείρα κι ένα αδύνατο χέρι να κρατάει το δικό μου. Πολλές φορές έρχομαι εδώ στη κουπαστή, σ’ αυτό το σημείο. Να δω από πού βγήκα. Να δω μήπως διακρίνω κάποιον άλλον μέσα στα κύματα πιασμένο από κάποιο σχοινί. Θα μπορέσω να τον βοηθήσω;
Πως είχα πέσει; Όσο αγωνιζόμουν να μείνω δεμένος για να μη χαθώ μέσα στα κύματα, δεν μπορούσα να σκεφτώ για πολύ τίποτ’ άλλο πέρα απ’ το πώς θα μείνω ζωντανός, πως θα μπορέσω πάλι να σκαρφαλώσω στο κατάστρωμα.
Τώρα, ασφαλής και πάλι, το μυαλό έτρεχε στο παρελθόν αναζητώντας απαντήσεις και σοφία.
Όταν μπήκα στο πλοίο στητός και αγέρωχος, δεν μπορούσα να φανταστώ την συνέχεια. Ήμουν 17άρης, σε μια ηλικία που τα ξέρεις όλα, που μπορείς τα πάντα. Δεν είχα οδηγίες απ’ το σπίτι, δεν μοιράζουν τέτοιες ούτε κατά την επιβίβαση και οι συμβουλές από κάποιους παλιότερους και γνώστες δεν βρήκαν τον δρόμο τους. Άλλωστε ο Δεύτερος είχε πείρα όση κι εγώ (για να μη πω μικρότερη). Πιο μπροστά απ’ αυτόν μπήκα στη Σχολή, πιο μπροστά προμηθεύτηκα τα αναγκαία και τον εξοπλισμό. Και πυξίδα και φανό και σωσίβιο και ξίφος.
Με τη πρώτη επιτυχία απογειώθηκα. Κι η υπερηφάνεια δουλεύει ύπουλα.
Με συνέφερε η πτώση στη κρύα θάλασσα. Καλά που βρέθηκε αυτό το παλαμάρι.
Τώρα ξέρω πως κι άλλοι πιάστηκαν απ’ αυτό. Άλλοι χάθηκαν. Κάποιοι μένουν ακόμα πιασμένοι, τυλιγμένοι πάνω στο άγριο, μουσκεμένο, χοντρό σχοινί. Και δεν μπορούν, δεν έχουν δυνάμεις, δεν ξέρουν τον τρόπο να βγουν απ’ τα νερά. Ούτε και τ’ αφήνουν. Όπως κι εγώ. Όχι, δεν θα πνιγώ. Κάτι θα γίνει. Ίσως κάποιος με δει, απ’ το πλοίο. Κι ίσως αυτός να ξέρει ή να βρει τον τρόπο να με τραβήξει. Μπορεί κάτι άλλο να συμβεί. Ένα θαύμα!
Ντρεπόμουν που ήμουν συνέχεια λερωμένος, βρεγμένος, πνιγμένος μέσα στην αλμύρα και τ’ απόνερα, αδύναμος.
Η σωτηρία μου ήταν το πλοίο. Γι’ αυτό δεν άφηνα ό,τι με συνέδεε μ’ αυτό. Όχι δεν θα πνιγώ. Αλλά πώς να σκαρφαλώσω; Δεν είχα δυνάμεις. Σκέψεις, άσχημες εισηγήσεις. Απογοήτευση.
Όχι. Δεν θα πνιγώ.
Ένα αδύνατο χέρι ακούμπησε το δικό μου. Περίεργο! Το δικό μου;!
Ξύπνησα στο κατάστρωμα.
Είμαι ακόμα βρώμικος. Πολλά δεν τα έχω ξεπεράσει. Και κάποιες ουλές, μεγάλες, σημαδεύουν το σώμα μου. Αλλά τώρα έχω πιο γερές βάσεις. Μεγαλύτερη ελπίδα, μεγαλύτερη πείρα κι ένα αδύνατο χέρι να κρατάει το δικό μου. Πολλές φορές έρχομαι εδώ στη κουπαστή, σ’ αυτό το σημείο. Να δω από πού βγήκα. Να δω μήπως διακρίνω κάποιον άλλον μέσα στα κύματα πιασμένο από κάποιο σχοινί. Θα μπορέσω να τον βοηθήσω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου