Ο ήρωας στη παιδική μου φαντασία ήταν ένας …υπεράνθρωπος.
Ανίκητος, άφθαστος και άφθαρτος, μυστηριώδης και όμορφος. Ένας ιπποτικός χαρακτήρας, δυναμικός, με ιδιαίτερες ικανότητες και απαράμιλλο θάρρος. Απρόσβλητος, επιβλητικός και συνάμα προσηνής.
Σαν τους χαρακτήρες της μυθιστορίας μας, σαν τους ιππότες των παραμυθιών, σαν τους οπλαρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης, σαν τους ανώνυμους πεσόντες στα μετερίζια της πατρίδας μας.
Και βεβαίως σαν τον Σούπερμαν, τους Φανταστικούς 4, τους Χ-men, τον Δικαστή Ντρεντ και τόσους, τόσους άλλους. Ήρωες κάθε χρώματος, ικανότητας, εποχής, επιπέδου. Για κάθε ανάγκη και πρόβλημα. Ένα σωρό ήρωες στην υπηρεσία της ανθρωπότητας.
Μα ούτε ένας όταν τον χρειάζεσαι!! Άλλωστε οι περισσότεροι είχαν πεθάνει, οι δε λοιποί φαίνεται να ζούσαν σε άγνωστες πόλεις σε κάποια μακρινή, μυθική Αμερική, έξω από την δική παιδική καθημερινότητα.
Και τα χρόνια πέρασαν. Μαζί και η «εποχή» των ηρώων.
Άλλες προτεραιότητες, άλλος τρόπος σκέψης.
Ενήλικες πια, έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν εχθρικό κόσμο, πονηρούς και παραλόγους ανθρώπους, υπηρέτες σκοτεινών συμφερόντων, την σήμερον, τον εαυτό μας.
Ο «προκείμενος εις ημάς αγών», δεν στέφεται από επιτυχία πάντα, δεν στέφεται από επιτυχία για όλους. Ανέκαθεν. Και, ως γνωστόν, «οι ιδέες δεν είναι υπεύθυνες γι’ αυτούς που τις υπηρετούν». Μπορεί να επιμείνεις στον αγώνα. Μπορεί όμως να μείνεις στην πτώση.
Κι ίσως αυτή να είναι η ειδοποιός διαφορά.
Ίσως έτσι να ξεχωρίζουν οι ήρωες.
Τώρα, ύστερα από πολλά χρόνια (και όχι μόνο), μπορώ να πω ότι ξέρω, ότι γνωρίζω ήρωες.
Και με έκπληξη τους αναγνώρισα δίπλα μου. Μέσα μου. Γιατί ...εγώ είμαι ο ήρωας.
Εγώ, η μάνα, που έδωσα μάχες με όλους, με το κράτος το ίδιο, για να δώσω στ’ ανάπηρο παιδί μου μια ευκαιρία και τις δυνατότητες για καλύτερη ζωή. Και το πέτυχα!!
Εγώ, η οικογένεια που αγκάλιασε τ’ αδύναμο μέλος της, πολέμησε με λιοντάρια και, όχι μόνο έσωσε αλλά κι εφοδίασε το σπλάχνο της μ’ άλλες ικανότητες, ανεκτίμητες.
Εγώ, ο φίλος, που πολέμησα με συμφέροντα κι επιθυμίες που στρατεύονται κατά της ψυχής. Και έμεινα. Και μένω μέχρι τώρα. Και ξαναπιάνω να στηθώ και πάλι ορθός. Με την ίδια αποφασιστικότητα κάθε φορά, αν κι όχι με την ίδια ευκολία.
Εγώ, ο γείτονας, που αντιμετώπισα τις δοξασίες ολάκερου χωριού και δεν υποχώρησα ούτε προς ώρας. Για να διαμείνει η Αλήθεια. Ακέραιη.
Εγώ, που άνοιξα τα μάτια μου στον πλανήτη συνειδητοποιώντας ότι υστερώ σε ικανότητες και προσόντα. Ότι πρέπει να συντηρούμαι χημικά η/και μηχανικά, να ζω με συμπληρώματα για να ζω τη ζωή. Ότι το αυτονόητο δεν ισχύει γι’ μένα. Και, παρόλ’ αυτά, δεν παραιτήθηκα. Και μου φάνηκε (η ζωή, ντε!!) καλή κι ωραία. Την δέχτηκα, την χάρηκα, την ζω. Χαμογελαστά, υπομονετικά, επιθετικά. Χωρίς αυτολύπηση, μίζερα ή απελπισμένα. Ξέρω πως παρεξηγήθηκα για τις απόψεις μου. Ακόμα και για το γέλιο μου, τους τρόπους μου, το χιούμορ μου. Μάζεψα τ’ αγκάθια μου κι άνοιξα καρδιά και μυαλό. Και συντήρησα έτσι, με δικό μου κόστος, σπάνιες φιλίες. Κι έμεινα σταθερός σ’ αιρετικές απόψεις. Κι ανταγωνίστηκα επί ίσοις «υγιείς» κι «ολοκληρωμένους» στο επαγγελματικό πεδίο, κι αντιστάθηκα σε προτάσεις για ζωή σε βάρος ζωής άλλου. Και κρατήθηκα, όταν δεν φαινόταν από πουθενά λύση, στην υπακοή των αρχών που είχα ενστερνισθεί στα 17, μένοντας πιστός σε νόμους κι εντολές που τώρα φαίνονται βαριές και παράλογες, «τοις κείνων ρήμασι» πειθόμενος. Κι απέφυγα σειρήνες, και φοβάμαι κύκλωπες, και κουράστηκα από το ταξίδι. Και θα συνεχίσω. Θέλω.
Ανίκητος, άφθαστος και άφθαρτος, μυστηριώδης και όμορφος. Ένας ιπποτικός χαρακτήρας, δυναμικός, με ιδιαίτερες ικανότητες και απαράμιλλο θάρρος. Απρόσβλητος, επιβλητικός και συνάμα προσηνής.
Σαν τους χαρακτήρες της μυθιστορίας μας, σαν τους ιππότες των παραμυθιών, σαν τους οπλαρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης, σαν τους ανώνυμους πεσόντες στα μετερίζια της πατρίδας μας.
Και βεβαίως σαν τον Σούπερμαν, τους Φανταστικούς 4, τους Χ-men, τον Δικαστή Ντρεντ και τόσους, τόσους άλλους. Ήρωες κάθε χρώματος, ικανότητας, εποχής, επιπέδου. Για κάθε ανάγκη και πρόβλημα. Ένα σωρό ήρωες στην υπηρεσία της ανθρωπότητας.
Μα ούτε ένας όταν τον χρειάζεσαι!! Άλλωστε οι περισσότεροι είχαν πεθάνει, οι δε λοιποί φαίνεται να ζούσαν σε άγνωστες πόλεις σε κάποια μακρινή, μυθική Αμερική, έξω από την δική παιδική καθημερινότητα.
Και τα χρόνια πέρασαν. Μαζί και η «εποχή» των ηρώων.
Άλλες προτεραιότητες, άλλος τρόπος σκέψης.
Ενήλικες πια, έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν εχθρικό κόσμο, πονηρούς και παραλόγους ανθρώπους, υπηρέτες σκοτεινών συμφερόντων, την σήμερον, τον εαυτό μας.
Ο «προκείμενος εις ημάς αγών», δεν στέφεται από επιτυχία πάντα, δεν στέφεται από επιτυχία για όλους. Ανέκαθεν. Και, ως γνωστόν, «οι ιδέες δεν είναι υπεύθυνες γι’ αυτούς που τις υπηρετούν». Μπορεί να επιμείνεις στον αγώνα. Μπορεί όμως να μείνεις στην πτώση.
Κι ίσως αυτή να είναι η ειδοποιός διαφορά.
Ίσως έτσι να ξεχωρίζουν οι ήρωες.
Τώρα, ύστερα από πολλά χρόνια (και όχι μόνο), μπορώ να πω ότι ξέρω, ότι γνωρίζω ήρωες.
Και με έκπληξη τους αναγνώρισα δίπλα μου. Μέσα μου. Γιατί ...εγώ είμαι ο ήρωας.
Εγώ, η μάνα, που έδωσα μάχες με όλους, με το κράτος το ίδιο, για να δώσω στ’ ανάπηρο παιδί μου μια ευκαιρία και τις δυνατότητες για καλύτερη ζωή. Και το πέτυχα!!
Εγώ, η οικογένεια που αγκάλιασε τ’ αδύναμο μέλος της, πολέμησε με λιοντάρια και, όχι μόνο έσωσε αλλά κι εφοδίασε το σπλάχνο της μ’ άλλες ικανότητες, ανεκτίμητες.
Εγώ, ο φίλος, που πολέμησα με συμφέροντα κι επιθυμίες που στρατεύονται κατά της ψυχής. Και έμεινα. Και μένω μέχρι τώρα. Και ξαναπιάνω να στηθώ και πάλι ορθός. Με την ίδια αποφασιστικότητα κάθε φορά, αν κι όχι με την ίδια ευκολία.
Εγώ, ο γείτονας, που αντιμετώπισα τις δοξασίες ολάκερου χωριού και δεν υποχώρησα ούτε προς ώρας. Για να διαμείνει η Αλήθεια. Ακέραιη.
Εγώ, που άνοιξα τα μάτια μου στον πλανήτη συνειδητοποιώντας ότι υστερώ σε ικανότητες και προσόντα. Ότι πρέπει να συντηρούμαι χημικά η/και μηχανικά, να ζω με συμπληρώματα για να ζω τη ζωή. Ότι το αυτονόητο δεν ισχύει γι’ μένα. Και, παρόλ’ αυτά, δεν παραιτήθηκα. Και μου φάνηκε (η ζωή, ντε!!) καλή κι ωραία. Την δέχτηκα, την χάρηκα, την ζω. Χαμογελαστά, υπομονετικά, επιθετικά. Χωρίς αυτολύπηση, μίζερα ή απελπισμένα. Ξέρω πως παρεξηγήθηκα για τις απόψεις μου. Ακόμα και για το γέλιο μου, τους τρόπους μου, το χιούμορ μου. Μάζεψα τ’ αγκάθια μου κι άνοιξα καρδιά και μυαλό. Και συντήρησα έτσι, με δικό μου κόστος, σπάνιες φιλίες. Κι έμεινα σταθερός σ’ αιρετικές απόψεις. Κι ανταγωνίστηκα επί ίσοις «υγιείς» κι «ολοκληρωμένους» στο επαγγελματικό πεδίο, κι αντιστάθηκα σε προτάσεις για ζωή σε βάρος ζωής άλλου. Και κρατήθηκα, όταν δεν φαινόταν από πουθενά λύση, στην υπακοή των αρχών που είχα ενστερνισθεί στα 17, μένοντας πιστός σε νόμους κι εντολές που τώρα φαίνονται βαριές και παράλογες, «τοις κείνων ρήμασι» πειθόμενος. Κι απέφυγα σειρήνες, και φοβάμαι κύκλωπες, και κουράστηκα από το ταξίδι. Και θα συνεχίσω. Θέλω.