Αποφασίστηκε τελευταία στιγμή.
Η υπεύθυνη δεν μας ζήτησε ούτε προκαταβολή.
Τα μαζέψαμε λοιπόν «εν μία νυκτί» και Δευτέρα πρωί ξεκινήσαμε για Ιωάννινα.
Η Εγνατία τελειώνει έξω από τα Γρεβενά στα οποία και ρίξαμε μια σύντομη ματιά. Μετά μπαίνεις στην παλιά εθνική που σε βγάζει πάνω από το Μέτσοβο. Έτσι κι αλλιώς σχεδίαζα η πρώτη στάση μας να είναι εκεί. Διαλέξαμε μια ταβερνούλα από τις γύρω από την πολύβουη πλατεία και …τιμήσαμε τα τοπικά προϊόντα.
Φύγαμε κάπως βιαστικά γιατί είχαμε ακόμα πολύ δρόμο και, όπως αποδείχτηκε, αρκετή ταλαιπωρία. Σουρούπωνε όταν φτάσαμε στη πόλη. Στην περιοχή έχουν πρόβλημα με τις οδικές σημάνσεις και δυσκολευτήκαμε να βρούμε την έξοδο προς Πέραμα και τον ξενώνα «Πέρσα» όπου και είχαμε κλείσει δωμάτιο.
Όταν βρήκαμε επιτέλους το …«δωμάτιο ύπνου» (περιέργως έτσι ονομάζονται στο χωριό!!), ξεκουραστήκαμε ύστερα από οδήγηση 440 περίπου χλμ και, αν και ήταν σχετικά νωρίς, δεν το κουνήσαμε από κει μέχρι την επομένη.
Ημέρα Τρίτη. Εξερευνήσαμε την πόλη των Ιωαννίνων η οποία απέχει 5 περίπου χλμ. Η πρώτη μου εντύπωση είναι η εικόνα μιας μπερδεμένης και δύσκολης πόλης τουλάχιστον για όσους κυκλοφορούν με αυτοκίνητο. Επίσης, πράγμα παράξενο για τα δικά μας δεδομένα, μου φάνηκε πως δεν έχουν «ενσωματώσει» στο πολεοδομικό ιστό την λίμνη για την οποία κατά τα άλλα νοιώθουν περήφανοι. Ελάχιστα τα μαγαζιά δίπλα σ’ αυτήν. Μια-δυο καφετέριες στη σκιά του κάστρου και μερικά εστιατόρια στη βόρεια πλευρά της πόλης. Σ’ ένα απ’ αυτά φάγαμε το μεσημέρι και διαλέξαμε απ’ το λιτό του μενού μοσχαράκι στρογκανόφ και συκωτάκι μόσχου. «Από ψάρια;» ρώτησα. «Τίποτα» μου απάντησαν, άλλωστε «μόνο οι νησιώτες τα τρώνε». Οι «νησιώτες» είναι μια ζωντανή κοινότητα 250 περίπου ατόμων που μένουν στο νησάκι της λίμνης το οποίο βρίσκεται κοντύτερα στην ανατολική της ακτή, δυο-τρεις απλωτές από την Αμφιθέα. Μεταξύ Αμφιθέας και νησιού υπάρχει πορθμείο που όμως δεν λειτουργούσε. Εμείς πήραμε την επομένη το καραβάκι που ξεκινά από τον μώλο των Ιωαννίνων και κάνει τακτικά αυτό το δρομολόγιο, κάθε μία και πολλές φορές κάθε μισή ώρα. Το επισκεφθήκαμε για να το γνωρίσουμε, για να δούμε το μουσείο του Αλί Πασά (στο μέρος όπου σκοτώθηκε) και για να φάμε την τοπική σπεσιαλιτέ: βατραχοπόδαρα τα οποία γίνονται τηγανητά αφού πρώτα «κλειστούν» σε μια κρούστα από σιμιγδάλι, αυγό και (πολύ) αλάτι. Εκτός απ’ αυτά, που τα θεωρώ πια υπερεκτιμημένα σαν έδεσμα, φάγαμε πάπια στη γάστρα και αρνάκι φούρνου. Για κάποιο λόγο δεν ήθελα να δοκιμάσω τα ψάρια τους.
Το απόγευμα ξεκινήσαμε για Ηγουμενίτσα. Το μπες-βγες στην Εγνατία συνεχίστηκε έως τέλους της διαδρομής. Απ’ την ίδια την πόλη δεν είδαμε πολλά καθώς είχε ήδη βραδιάσει. Συναντηθήκαμε όμως με δικούς μας ανθρώπους και τα είπαμε για λίγο. Συνάντηση είχαμε και την άλλη μέρα, στα Γιάννενα, με μια φίλη απ’ την Καβάλα που σπουδάζει εκεί. Μαζί της αλλά και μόνοι μας γυρίσαμε (πάλι) όλo το κέντρο. Διασχίσαμε το κάστρο που περικλείει την παλιά πόλη, κατεβήκαμε την Καραμανλή και αράξαμε σε κεντρική καφετέρια στη πλατεία Μαβίλη. Για να ξεκουραστούμε και για να προφυλαχθούμε από το ψιλόβροχο που σήμερα ήταν κάπως εντονότερο. «Εδώ πάντα έτσι είναι» μας είπαν. Αλλά από δω και πέρα η βροχή γίνεται όλο και πιο έντονη. Αν και ποτέ τέτοια που να μη μας αφήνει να βγούμε έξω.
Το μεσημέρι διαλέξαμε το μόνο εστιατόριο που λειτουργεί στη σκιά του τείχους απ’ την πλευρά της λίμνης, στην μονοδρομημένη Διονυσίου Φιλοσόφου. Πήραμε καπνιστό σολομό με ζυμαρικά και ρολό ψαρονέφρι με πουρέ. Μακάρι να μπορούσα να φάω και δεύτερο πιάτο.
Την άλλη μέρα, Παρασκευή, ξεκινήσαμε για Ζαγοροχώρια. Επισκεφθήκαμε την Κόνιτσα και το πολυφωτογραφημένο της γεφύρι. Στη επιστροφή και λίγο έξω απ’ την Κλειδωνιά ανεβήκαμε σε ένα όμοιο τοξωτό γεφύρι που ήταν η πρώτη ζεύξη του Βοϊδομάτη. Μετά στον Βίκο και στο Μεγάλο Πάπιγκο. Ο δρόμος είναι όλο κλειστές στροφές καθώς κατεβαίνεις και ξανανεβαίνεις την χαράδρα που διαρρέει ο παραπόταμος του Αώου, το μόνο ποτάμι με πόσιμο νερό στην Ελλάδα. Καθώς δεν είμαστε τύποι της αναρρίχησης και της εντατικής πεζοπορίας, σταματήσαμε εκεί υπό την σκέπη της Καμήλας μέσα στο εθνικό δρυμό Βίκου-Αώου. Σαν γνήσιοι τουρίστες αγοράσαμε τοπικά προϊόντα, βγήκαμε φωτογραφίες και φάγαμε σε μια από τις παραδοσιακές ταβερνούλες, τι άλλο, φασολάδα, γίδα βραστή και σπιτική τυρόπιτα. Μετά επισκεφθήκαμε και το Μικρό Πάπιγκο που στην πραγματικότητα δεν είναι ένα άλλο χωριό αλλά ο πάνω «μαχαλάς» του Μεγάλου. Εδώ δεν υπάρχουν αυτοκίνητα. Στη μικρή μας βόλτα είδαμε και το γραφείο της WWF, ενημερωθήκαμε για την περιοχή και μάθαμε για το «Ρογκοβό Οβίρες». Μια τοποθεσία δηλαδή, πιο γνωστή σαν «κολυμπήθρες» που βρίσκεται μεταξύ μικρού και μεγάλου Πάπιγκου. Εκεί το ποτάμι δημιούργησε μικρές λιμνούλες με λεία, μαρμάρινα, άσπρα τοιχώματα και αρκετό βάθος που το Καλοκαίρι ιδίως μαζεύει επισκέπτες και …κολυμβητές.
Την άλλη μέρα πήγαμε τελικά και στο σπήλαιο. Αξιοποιημένο, μεγάλο σε μήκος, πολυεπίπεδο, αξιόλογο, κουραστικό. Θέλεις μια ώρα να το διασχίσεις. Και θέλει 7 euros για να μπεις. Από κει πήγαμε πάλι στο κάστρο, στην ακρόπολη των Ιωαννίνων, και το …εξερευνήσαμε καλύτερα αυτή την φορά αν και ο χρόνος μας πίεζε. Είχαμε ραντεβού με φίλους στο κέντρο. Συναντηθήκαμε λίγο πιο πάνω από το Ρολόι, μας πήγανε στην Αμφιθέα μια βόλτα και επιστρέψαμε στην πόλη. Μας οδήγησαν για φαγητό σε ένα φοιτητικό στέκι όπου το μενού είναι κοντοσούβλι στη λαδόκολλα. Η μόνη σου επιλογή είναι σχετική με το είδος του κρέατος. Χοιρινό, αρνάκι, κοτόπουλο ή λουκάνικο. Πήραμε απ’ όλα. Υπέροχες γεύσεις, έξυπνη επαγγελματική ιδέα.
Το βράδυ συναντηθήκαμε με άλλους φίλους τους οποίους είδαμε και την επομένη και μας κάνανε το τραπέζι. Έτσι ήσυχα και με παρέα κύλησε η Κυριακή. Καθώς ήμασταν κουρασμένοι μαζευτήκαμε νωρίς για ύπνο.
Δευτέρα. Πέρασε κιόλας η εβδομάδα. Τακτοποιήσαμε τις οικονομικές εκκρεμότητες, φορτώσαμε και, με πάνω από 963 χλμ στο μετρητή, πήραμε το δρόμο της επιστροφής από την εθνική οδό Ιωαννίνων-Τρικάλων. Με βροχή βέβαια. Και ομίχλη. Μέσα από την οποία βγήκαμε ύστερα από αρκετά χλμετρα, καθώς ο ανηφορικός δρόμος μας έβγαλε πάνω απ’ αυτήν. Τώρα την βλέπαμε από ψηλά να σκεπάζει όλη την κοιλάδα.
Συνεχίσαμε μέχρι Μέτσοβο. Κι αυτό θέλαμε να το δούμε καλύτερα. Το διασχίσαμε με τ’ αμάξι, το περπατήσαμε αρκετά, του αφιερώσαμε λίγη ώρα παραπάνω. Τέλος κάτι πήραμε, κάτι ήπιαμε και ξεκινήσαμε πάλι. Κάναμε ένα διάλειμμα γύρω στις 2:00'μμ για φαγητό στα Σιάτιστα. Ζυγούρι με πράσα, υπέροχο χοιρινό κοντοσούβλι, τοπικό κόκκινο κρασί και Μπάτσιος στο σαχανάκι, ένα ντόπιο αλμυρό τυρί με έντονη γεύση.
Αυτή ήταν και η τελευταία στάση μας. Ύστερα από ώρες οδήγησης φτάσαμε σπίτι μας χωρίς απρόοπτα. Όταν πάρκαρα τελικά, είχαμε συμπληρώσει 1.427,3 χλμ.
Η υπεύθυνη δεν μας ζήτησε ούτε προκαταβολή.
Τα μαζέψαμε λοιπόν «εν μία νυκτί» και Δευτέρα πρωί ξεκινήσαμε για Ιωάννινα.
Η Εγνατία τελειώνει έξω από τα Γρεβενά στα οποία και ρίξαμε μια σύντομη ματιά. Μετά μπαίνεις στην παλιά εθνική που σε βγάζει πάνω από το Μέτσοβο. Έτσι κι αλλιώς σχεδίαζα η πρώτη στάση μας να είναι εκεί. Διαλέξαμε μια ταβερνούλα από τις γύρω από την πολύβουη πλατεία και …τιμήσαμε τα τοπικά προϊόντα.
Φύγαμε κάπως βιαστικά γιατί είχαμε ακόμα πολύ δρόμο και, όπως αποδείχτηκε, αρκετή ταλαιπωρία. Σουρούπωνε όταν φτάσαμε στη πόλη. Στην περιοχή έχουν πρόβλημα με τις οδικές σημάνσεις και δυσκολευτήκαμε να βρούμε την έξοδο προς Πέραμα και τον ξενώνα «Πέρσα» όπου και είχαμε κλείσει δωμάτιο.
Όταν βρήκαμε επιτέλους το …«δωμάτιο ύπνου» (περιέργως έτσι ονομάζονται στο χωριό!!), ξεκουραστήκαμε ύστερα από οδήγηση 440 περίπου χλμ και, αν και ήταν σχετικά νωρίς, δεν το κουνήσαμε από κει μέχρι την επομένη.
Ημέρα Τρίτη. Εξερευνήσαμε την πόλη των Ιωαννίνων η οποία απέχει 5 περίπου χλμ. Η πρώτη μου εντύπωση είναι η εικόνα μιας μπερδεμένης και δύσκολης πόλης τουλάχιστον για όσους κυκλοφορούν με αυτοκίνητο. Επίσης, πράγμα παράξενο για τα δικά μας δεδομένα, μου φάνηκε πως δεν έχουν «ενσωματώσει» στο πολεοδομικό ιστό την λίμνη για την οποία κατά τα άλλα νοιώθουν περήφανοι. Ελάχιστα τα μαγαζιά δίπλα σ’ αυτήν. Μια-δυο καφετέριες στη σκιά του κάστρου και μερικά εστιατόρια στη βόρεια πλευρά της πόλης. Σ’ ένα απ’ αυτά φάγαμε το μεσημέρι και διαλέξαμε απ’ το λιτό του μενού μοσχαράκι στρογκανόφ και συκωτάκι μόσχου. «Από ψάρια;» ρώτησα. «Τίποτα» μου απάντησαν, άλλωστε «μόνο οι νησιώτες τα τρώνε». Οι «νησιώτες» είναι μια ζωντανή κοινότητα 250 περίπου ατόμων που μένουν στο νησάκι της λίμνης το οποίο βρίσκεται κοντύτερα στην ανατολική της ακτή, δυο-τρεις απλωτές από την Αμφιθέα. Μεταξύ Αμφιθέας και νησιού υπάρχει πορθμείο που όμως δεν λειτουργούσε. Εμείς πήραμε την επομένη το καραβάκι που ξεκινά από τον μώλο των Ιωαννίνων και κάνει τακτικά αυτό το δρομολόγιο, κάθε μία και πολλές φορές κάθε μισή ώρα. Το επισκεφθήκαμε για να το γνωρίσουμε, για να δούμε το μουσείο του Αλί Πασά (στο μέρος όπου σκοτώθηκε) και για να φάμε την τοπική σπεσιαλιτέ: βατραχοπόδαρα τα οποία γίνονται τηγανητά αφού πρώτα «κλειστούν» σε μια κρούστα από σιμιγδάλι, αυγό και (πολύ) αλάτι. Εκτός απ’ αυτά, που τα θεωρώ πια υπερεκτιμημένα σαν έδεσμα, φάγαμε πάπια στη γάστρα και αρνάκι φούρνου. Για κάποιο λόγο δεν ήθελα να δοκιμάσω τα ψάρια τους.
Το απόγευμα ξεκινήσαμε για Ηγουμενίτσα. Το μπες-βγες στην Εγνατία συνεχίστηκε έως τέλους της διαδρομής. Απ’ την ίδια την πόλη δεν είδαμε πολλά καθώς είχε ήδη βραδιάσει. Συναντηθήκαμε όμως με δικούς μας ανθρώπους και τα είπαμε για λίγο. Συνάντηση είχαμε και την άλλη μέρα, στα Γιάννενα, με μια φίλη απ’ την Καβάλα που σπουδάζει εκεί. Μαζί της αλλά και μόνοι μας γυρίσαμε (πάλι) όλo το κέντρο. Διασχίσαμε το κάστρο που περικλείει την παλιά πόλη, κατεβήκαμε την Καραμανλή και αράξαμε σε κεντρική καφετέρια στη πλατεία Μαβίλη. Για να ξεκουραστούμε και για να προφυλαχθούμε από το ψιλόβροχο που σήμερα ήταν κάπως εντονότερο. «Εδώ πάντα έτσι είναι» μας είπαν. Αλλά από δω και πέρα η βροχή γίνεται όλο και πιο έντονη. Αν και ποτέ τέτοια που να μη μας αφήνει να βγούμε έξω.
Το μεσημέρι διαλέξαμε το μόνο εστιατόριο που λειτουργεί στη σκιά του τείχους απ’ την πλευρά της λίμνης, στην μονοδρομημένη Διονυσίου Φιλοσόφου. Πήραμε καπνιστό σολομό με ζυμαρικά και ρολό ψαρονέφρι με πουρέ. Μακάρι να μπορούσα να φάω και δεύτερο πιάτο.
Την άλλη μέρα, Παρασκευή, ξεκινήσαμε για Ζαγοροχώρια. Επισκεφθήκαμε την Κόνιτσα και το πολυφωτογραφημένο της γεφύρι. Στη επιστροφή και λίγο έξω απ’ την Κλειδωνιά ανεβήκαμε σε ένα όμοιο τοξωτό γεφύρι που ήταν η πρώτη ζεύξη του Βοϊδομάτη. Μετά στον Βίκο και στο Μεγάλο Πάπιγκο. Ο δρόμος είναι όλο κλειστές στροφές καθώς κατεβαίνεις και ξανανεβαίνεις την χαράδρα που διαρρέει ο παραπόταμος του Αώου, το μόνο ποτάμι με πόσιμο νερό στην Ελλάδα. Καθώς δεν είμαστε τύποι της αναρρίχησης και της εντατικής πεζοπορίας, σταματήσαμε εκεί υπό την σκέπη της Καμήλας μέσα στο εθνικό δρυμό Βίκου-Αώου. Σαν γνήσιοι τουρίστες αγοράσαμε τοπικά προϊόντα, βγήκαμε φωτογραφίες και φάγαμε σε μια από τις παραδοσιακές ταβερνούλες, τι άλλο, φασολάδα, γίδα βραστή και σπιτική τυρόπιτα. Μετά επισκεφθήκαμε και το Μικρό Πάπιγκο που στην πραγματικότητα δεν είναι ένα άλλο χωριό αλλά ο πάνω «μαχαλάς» του Μεγάλου. Εδώ δεν υπάρχουν αυτοκίνητα. Στη μικρή μας βόλτα είδαμε και το γραφείο της WWF, ενημερωθήκαμε για την περιοχή και μάθαμε για το «Ρογκοβό Οβίρες». Μια τοποθεσία δηλαδή, πιο γνωστή σαν «κολυμπήθρες» που βρίσκεται μεταξύ μικρού και μεγάλου Πάπιγκου. Εκεί το ποτάμι δημιούργησε μικρές λιμνούλες με λεία, μαρμάρινα, άσπρα τοιχώματα και αρκετό βάθος που το Καλοκαίρι ιδίως μαζεύει επισκέπτες και …κολυμβητές.
Την άλλη μέρα πήγαμε τελικά και στο σπήλαιο. Αξιοποιημένο, μεγάλο σε μήκος, πολυεπίπεδο, αξιόλογο, κουραστικό. Θέλεις μια ώρα να το διασχίσεις. Και θέλει 7 euros για να μπεις. Από κει πήγαμε πάλι στο κάστρο, στην ακρόπολη των Ιωαννίνων, και το …εξερευνήσαμε καλύτερα αυτή την φορά αν και ο χρόνος μας πίεζε. Είχαμε ραντεβού με φίλους στο κέντρο. Συναντηθήκαμε λίγο πιο πάνω από το Ρολόι, μας πήγανε στην Αμφιθέα μια βόλτα και επιστρέψαμε στην πόλη. Μας οδήγησαν για φαγητό σε ένα φοιτητικό στέκι όπου το μενού είναι κοντοσούβλι στη λαδόκολλα. Η μόνη σου επιλογή είναι σχετική με το είδος του κρέατος. Χοιρινό, αρνάκι, κοτόπουλο ή λουκάνικο. Πήραμε απ’ όλα. Υπέροχες γεύσεις, έξυπνη επαγγελματική ιδέα.
Το βράδυ συναντηθήκαμε με άλλους φίλους τους οποίους είδαμε και την επομένη και μας κάνανε το τραπέζι. Έτσι ήσυχα και με παρέα κύλησε η Κυριακή. Καθώς ήμασταν κουρασμένοι μαζευτήκαμε νωρίς για ύπνο.
Δευτέρα. Πέρασε κιόλας η εβδομάδα. Τακτοποιήσαμε τις οικονομικές εκκρεμότητες, φορτώσαμε και, με πάνω από 963 χλμ στο μετρητή, πήραμε το δρόμο της επιστροφής από την εθνική οδό Ιωαννίνων-Τρικάλων. Με βροχή βέβαια. Και ομίχλη. Μέσα από την οποία βγήκαμε ύστερα από αρκετά χλμετρα, καθώς ο ανηφορικός δρόμος μας έβγαλε πάνω απ’ αυτήν. Τώρα την βλέπαμε από ψηλά να σκεπάζει όλη την κοιλάδα.
Συνεχίσαμε μέχρι Μέτσοβο. Κι αυτό θέλαμε να το δούμε καλύτερα. Το διασχίσαμε με τ’ αμάξι, το περπατήσαμε αρκετά, του αφιερώσαμε λίγη ώρα παραπάνω. Τέλος κάτι πήραμε, κάτι ήπιαμε και ξεκινήσαμε πάλι. Κάναμε ένα διάλειμμα γύρω στις 2:00'μμ για φαγητό στα Σιάτιστα. Ζυγούρι με πράσα, υπέροχο χοιρινό κοντοσούβλι, τοπικό κόκκινο κρασί και Μπάτσιος στο σαχανάκι, ένα ντόπιο αλμυρό τυρί με έντονη γεύση.
Αυτή ήταν και η τελευταία στάση μας. Ύστερα από ώρες οδήγησης φτάσαμε σπίτι μας χωρίς απρόοπτα. Όταν πάρκαρα τελικά, είχαμε συμπληρώσει 1.427,3 χλμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου