Σπάνια (ξανα)πηγαίνω σε μέρη που έχω ήδη επισκεφτεί. Προτιμώ να γνωρίζω καινούργια κάθε φορά και να τα …ρουφώ. Όταν πρόκειται όμως για τον Όλυμπο, αυτή η αρχή καταργείται. Άλλωστε ο Όλυμπος δεν ξεψαχνίζεται τόσο εύκολα.
Ξεκινήσαμε λοιπόν αυτή την Δευτέρα, και μάλιστα κάπως αργά. Η παρέα ήταν ήδη στη Λεπτοκαρυά. Είχε κανονίσει τις λεπτομέρειες και το δωμάτιο μας μας περίμενε.
Τακτοποιηθήκαμε, τριγυρίσαμε λίγο κι αργότερα φάγαμε για βράδυ, όλοι μαζί, σ' ένα δοκιμασμένο απ' τα παλιά ταβερνάκι.
Την Τρίτη το πρόγραμμα έλεγε (πρωτίστως): ΔΙΟΝ.
Βγήκαμε στην Εθνική (λάθος μου) και ανεβαίνοντας προς Κατερίνη στρίψαμε δεξιά στον κόμβο που θέλαμε. Ακολουθώντας τις πινακίδες μπήκαμε στο σύγχρονο Δίον, το διασχίσαμε και οδηγηθήκαμε στο Αρχαιολογικό Πάρκο. Πληρώσαμε και για το μουσείο και το "διπλό" εισιτήριο (6 ευρώ/άτομο) νομίζω ότι άξιζε τα λεφτά του.
Με την είσοδο στον Αρχαιολογικό χώρο βρίσκεσαι σ' ένα άνετο μονοπάτι που ακολουθεί σε απόσταση την περίφραξη ενώ δεξιά χαμένη μέσα στα καλάμια βρίσκεται μια λιμνούλα.
Πιο κάτω υπάρχει άλλη μια μικρότερη και γενικά ο τόπος έχει νερό σε βαθμό που αρκετά αρχαία είναι βυθισμένα. Το μονοπάτι οδηγεί σε ένα τρίστρατο. Εμείς ακολουθήσαμε την ευθεία και πήγαμε κατά σειρά στο ιερό της Δήμητρας, της Ίσιδος, και μετά κάνοντας δεξιά και κύκλο, περάσαμε από το Ρωμαϊκό, και μετά μπροστά από το Ελληνικό θέατρο, στο χώρο όπου κατασκήνωσε πριν να ξεκινήσει για την μεγάλη του εκστρατεία στην Ασία ο Μεγ. Αλέξανδρος. Λέγεται ότι είχε στήσει μια τεράστια σκηνή και ο ιστορικός (Διόδωρος Σικελιώτης 17,16) σημειώνει: "θυσίας μεγαλοπρεπείς τοις θεοίς συνετέλεσεν εν Δίω της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο βασιλεύς…"
Περνώντας κι από το ιερό του Ασκληπιού βρεθήκαμε πάλι στο τρίστρατο και μπροστά μας ανοιγόταν τώρα η πάλαι ποτέ ένδοξη πόλη. Δεν άντεχα όμως να την περιδιαβώ. Ανέβηκα προς την έξοδο και περίμενα τους άλλους για να πάμε στο Μουσείο.
Το οποίο, μετά το τόσο περπάτημα, μου φάνηκε σαν όαση. Έχει μια απόσταση από το Αρχαιολογικό Πάρκο και την κάναμε με τα αυτοκίνητα. Ευτυχώς που πήγαμε πρώτα στο Πάρκο. Πιθανότατα να μην έμπαινα στη διαδικασία της περιήγησης αν είχαμε δει πρώτα το Μουσείο. Ένα Μουσείο …κόσμημα. Είχε (όπως και στην είσοδο του Πάρκου) μηχάνημα με οθόνη αφής που μπορούσες να δεις κατόψεις, σχέδια, αεροφωτογραφίες, εικόνες των αντικειμένων, ιστορικά στοιχεία και τόσα άλλα. Είχε τρεις ορόφους με ομαδοποιημένα τα ευρήματα, επεξηγηματικές ταμπελίτσες, αναπαραστάσεις, μακέτες. Υπήρχε πωλητήριο αντιγράφων, αίθουσα προβολής σε τρεις γλώσσες, πρόνοια για ΑΜΕΑ. Μου άρεσε πολύ. Με εντυπωσίασε.
Αλλά "καιρός παντί πράγματι" και ήρθε κι ο καιρός να γυρίσουμε στην σύγχρονη εποχή.
Επόμενη στάση το ρέμα του Ορλιά.
Βγαίνοντας από το χωριό, απλώς ακολουθείς τις σημάνσεις.
Ο δρόμος "τελειώνει" σε μια στροφή όπου έχει δημιουργηθεί πλάτωμα. Είχε κάποια αμάξια εκεί, εκατέρωθεν. Λίγο πριν το τέλος, υπάρχει στα δεξιά ένας μικρός περιφραγμένος χώρος για πικ-νικ κι απ' όπου μπορείς να δεις από ψηλά έναν από τους αλλεπάλληλους καταρράκτες που σχηματίζει το ποτάμι και τ' απότομα βράχια που σκάφτηκαν τόσο βαθιά απ' αυτά τα καθάρια κι άγρια νερά. Υπάρχει κι ένα δρομάκι για τους πιο τολμηρούς που κατεβαίνει στα ριζά. Εμείς αφήσαμε τ' αυτοκίνητα εδώ. Κάναμε με τα πόδια τα λίγα ανηφορικά μέτρα μέχρι το τέλος του ασφαλτοστρωμένου δρόμου κι ακολουθώντας την ομαλή χωμάτινη διαδρομή, το θόρυβο του νερού και τις φωνές των λουόμενων, φτάσαμε στο ποτάμι.
Αριστερά χανόταν κατηφορίζοντας μέσα σε βράχια και φυλλωσιές δημιουργώντας πολλά αυλάκια και λιμνούλες μικρές και μεγαλύτερες, με άγριο βυθό.
Δεξιά έβλεπες στο βάθος επιβλητικό μα και φιλικό τον καταρράκτη που σχημάτιζε μια βαθιά λίμνη, με πεντακάθαρα νερά, διαυγή κι όμως πρασινωπά, παραμυθένια. Μια ομάδα ανθρώπων ήταν ήδη εκεί έχοντας καταλάβει την δεξιά πλευρά της όπου υπήρχε σκιά και …αμμουδιά. Αν και το νερό έμοιαζε παγωμένο μπήκαμε (οι περισσότεροι) ο ένας μετά τον άλλο. Αρχικά είπα ότι δεν θα τ' αποτολμήσω καθώς, πατώντας στα ρηχά, αισθανόμουν τα δάκτυλά μου να μουδιάζουν. Αλλά συνηθίζεις μετά από λίγο. Και πράγματι μπήκα εύκολα.
Πριν φύγουμε εξερευνήσαμε και το κατωφερές. Ακολουθήσαμε το νερό, περάσαμε ανάμεσα από βράχια, συστάδες δέντρων και θάμνων, μέσα από μικρές λιμνούλες και άγρια νεροφαγώματα και βγήκαμε στη κορυφή ενός ακόμα ομορφότερου καταρράκτη, που θα ξαφνιάστηκε κι αυτός όταν μας είδε καθώς ήταν έκδηλη η προσπάθειά του να μείνει κρυμμένος από την κοινή θέα. Ήταν ψηλός, πλούσιος, στιβαρός. Μπορούσαμε να δούμε κάτω στα πόδια του τη λίμνη του. Μια …πισίνα! Πολύ καλύτερη απ' αυτή που μόλις είχαμε βγει. Πώς να πάμε εκεί κάτω;
Δεν ήταν για όλους μας μια τέτοια περιπέτεια. Φύγαμε με βαριά καρδιά. Καβαλήσαμε τα οχήματα και τραβήξαμε για την παραλία. Επιστρέψαμε στον "πολιτισμό". Στην άσφαλτο, στην κίνηση, στη φασαρία. Κουρασμένοι αλλά γεμάτοι οξυγόνο και εικόνες καθίσαμε σε κάποια ταβέρνα σε μια απ' τις παραλίες της Πλάκας.
Τ' απογευματάκι επισκεφτήκαμε την κατασκήνωση με την ελπίδα να πετύχουμε κάποιο γνωστό. Πράγμα που έγινε και χαρήκαμε. Κάναμε κάποιες συνεννοήσεις για την επομένη.
Η επομένη ήταν ημέρα Τετάρτη. Το πρόγραμμα έλεγε Λιτόχωρο, φαράγγι του Ενιπέα, Π.Μονή Αγ.Διονυσίου, Πριόνια. Δεν μπορώ να πω ότι το ακολουθήσαμε. Στο Λιτόχωρο για παράδειγμα είχε τέτοια κίνηση που δεν μπορούσαμε ούτε να σταματήσουμε. Συνεννοηθήκαμε λοιπόν να το δούμε, αν γινόταν, στο γυρισμό. Και συνεχίσαμε βγαίνοντας στο δρόμο πίσω και κάτω απ' το Δημοτικό πάρκιγκ. Χάσαμε την έξοδο για Ενιπέα και πήραμε αυτήν για Παλιά Μονή και Πριόνια. Κάπου μας σταμάτησαν σ' ένα υποτυπώδες φυλάκιο για να δηλώσουμε από που ερχόμαστε(;) Δεν μου είχε ξανασυμβεί.
Προς το τέλος της διαδρομής και πολύ μετά το πρώτο καταφύγιο, υπάρχει μια διασταύρωση στ' αριστερά. Αυτός είναι ο δρόμος για το μοναστήρι που, απ' ότι είδαμε, ανακαινίζεται. Είναι κατηφορικός και χωμάτινος. Στα ρείθρα του γίνονται εργασίες κι ίσως σε "λίγο" να ρίξουν και άσφαλτο. Στο τέλος του, μετά από αρκετές φουρκέτες, υπάρχει ένα πλάτωμα διαμορφωμένο σε πρόχειρο παρκινγκ. Ανάμεσα στ' αυτοκίνητα που ξεκουράζονται στις σκιές, κάποιες κρυμμένες αναβαθμίδες σε βοηθούν, πεζός πια, να συνεχίσεις την κάθοδο. Το μονοπάτι στη βάση αυτής της υποτυπώδους σκάλας οδηγεί απ' τ' αριστερά στο σπήλαιο με μια διαδρομή 20' ενώ απ' τα δεξιά σε 10' στους καταρράκτες. Ο καπετάνιος έδωσε την διαταγή: "Όλο δεξιά".
Ακολουθήσαμε λοιπόν το δεξί τμήμα σ' ένα κλασικό μονοπάτι δάσους, πότε μέσα από ψηλά δέντρα, πότε δίπλα σ' απότομες αλλά σκιερές πλαγιές. Διασχίσαμε ένα ξεροπόταμο και στη διχάλα πήραμε την κάτω διαδρομή για να 'μαστε πιο κοντά στο ποτάμι που ακούγαμε. Κάπου στο τέλος μέσα από ένα άνοιγμα στις φυλλωσιές μια υπέροχη λιμνούλα αγκάλιαζε απ' την μέση ένα βράχο όμορφο, γεμάτο φυτά στην κορυφή του, που 'μοιαζε με τροπικό νησί στο μέσον της θάλασσας. Πέντε βήματα πιο κει, στην επόμενη καμπή και να ο αληθινός πρωταγωνιστής. Αυτός είναι καταρράκτης!! Το μέρος απορροφά όλες σου τις αισθήσεις.
Αμάθητος όπως είσαι, μεταφέρεσαι ξαφνικά στα βάθη της ζούγκλας. Βράχοι και δέντρα σχηματίζουν μια ημικυκλική θεόρατη σκηνή κι εσύ σιωπηλός προσπαθείς να ταξινομήσεις όλες τις προσλαμβάνουσες που σε κατακλύζουν. Στο κέντρο αυτή της εικόνας, το νερό πέφτει από ψηλά, αρχοντικά, περήφανα, χωρίς δυνατές κραυγές και θεατρινισμούς. Η λίμνη στα πόδια μας έχει το πιο καθαρό νερό που έχω δει. Που έχω πιεί. Και το πιο κρύο. Λίγο πιο μέσα να πατήσω κι αισθάνομαι τα δάκτυλά μου να πιρουνιάζουν. Όχι. Δεν μπορώ να κολυμπήσω εδώ. Κάποιοι άλλοι το κάνουν. Τους ζηλεύω.
Μείναμε όσο μπορούσαμε περισσότερο. Ήπιαμε, θαυμάσαμε, δοξάσαμε, φωτογραφίσαμε. Ποτιστήκαμε ολόκληροι. Σε λίγο ήρθαν κι άλλοι. Κι άλλοι. Και η ώρα περνούσε. Και παρ' όλο που το παραμυθένιο με είχε καταπιεί, έπρεπε να φύγουμε. Στην επιστροφή ανεβαίνω με κόπο τα χωμάτινα σκαλιά απ' το μονοπάτι προς το αυτοκίνητο. Ξεκινάμε για τα Πριόνια.
Πίσω μέχρι να βρούμε την άσφαλτο και μετά δεξιά. Το τελευταίο χλμ που οδηγεί στο καταφύγιο είναι ακόμη χωματόδρομος. Και οι επισκέπτες πολλοί. Τ' αμάξια είναι παρκαρισμένα κατά μήκος του δρόμου σε αρκετή απόσταση.
Το καταφύγιο/ταβέρνα μου φαίνεται μεγαλύτερο απ' ότι το θυμόμουν. Το μενού έχει εμπλουτιστεί. Εμείς επιμένουμε στα παραδοσιακά του χώρου. Φασολάδα, ρέγκα στα κάρβουνα, γίδα βραστή. Μα πριν, όλοι (οι άλλοι) θέλουν να δουν άλλο ένα καταρράκτη, λίγες δεκάδες μέτρα πιο πάνω. Τους περιμένω στη βρυσούλα.
Όταν όλα έχουν τελειώσει κατεβαίνουμε στο Λιμάνι ( Γρίτσα) για μπάνιο. Θαλάσσιο αυτή τη φορά. Το μέρος όμως δεν ενθουσιάζει τα παιδιά της παρέας κι έτσι επιστρέφουμε σε πιο γνώριμα μέρη, στις παραλίες της Πλάκας όπου φάγαμε χτες.
Κάτι είχα κανονίσει και για τ' απόγευμα αλλά απρόβλεπτα γεγονότα ματαιώνουν τα σχέδιά μου. Το πρωί φεύγουμε κάπως βιαστικά.
Πίσω στη βάση μας πια, βλέπω πως το κοντέρ έχει γράψει 661 χλμ.
Ξεκινήσαμε λοιπόν αυτή την Δευτέρα, και μάλιστα κάπως αργά. Η παρέα ήταν ήδη στη Λεπτοκαρυά. Είχε κανονίσει τις λεπτομέρειες και το δωμάτιο μας μας περίμενε.
Τακτοποιηθήκαμε, τριγυρίσαμε λίγο κι αργότερα φάγαμε για βράδυ, όλοι μαζί, σ' ένα δοκιμασμένο απ' τα παλιά ταβερνάκι.
Την Τρίτη το πρόγραμμα έλεγε (πρωτίστως): ΔΙΟΝ.
Βγήκαμε στην Εθνική (λάθος μου) και ανεβαίνοντας προς Κατερίνη στρίψαμε δεξιά στον κόμβο που θέλαμε. Ακολουθώντας τις πινακίδες μπήκαμε στο σύγχρονο Δίον, το διασχίσαμε και οδηγηθήκαμε στο Αρχαιολογικό Πάρκο. Πληρώσαμε και για το μουσείο και το "διπλό" εισιτήριο (6 ευρώ/άτομο) νομίζω ότι άξιζε τα λεφτά του.
Με την είσοδο στον Αρχαιολογικό χώρο βρίσκεσαι σ' ένα άνετο μονοπάτι που ακολουθεί σε απόσταση την περίφραξη ενώ δεξιά χαμένη μέσα στα καλάμια βρίσκεται μια λιμνούλα.
Πιο κάτω υπάρχει άλλη μια μικρότερη και γενικά ο τόπος έχει νερό σε βαθμό που αρκετά αρχαία είναι βυθισμένα. Το μονοπάτι οδηγεί σε ένα τρίστρατο. Εμείς ακολουθήσαμε την ευθεία και πήγαμε κατά σειρά στο ιερό της Δήμητρας, της Ίσιδος, και μετά κάνοντας δεξιά και κύκλο, περάσαμε από το Ρωμαϊκό, και μετά μπροστά από το Ελληνικό θέατρο, στο χώρο όπου κατασκήνωσε πριν να ξεκινήσει για την μεγάλη του εκστρατεία στην Ασία ο Μεγ. Αλέξανδρος. Λέγεται ότι είχε στήσει μια τεράστια σκηνή και ο ιστορικός (Διόδωρος Σικελιώτης 17,16) σημειώνει: "θυσίας μεγαλοπρεπείς τοις θεοίς συνετέλεσεν εν Δίω της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο βασιλεύς…"
Περνώντας κι από το ιερό του Ασκληπιού βρεθήκαμε πάλι στο τρίστρατο και μπροστά μας ανοιγόταν τώρα η πάλαι ποτέ ένδοξη πόλη. Δεν άντεχα όμως να την περιδιαβώ. Ανέβηκα προς την έξοδο και περίμενα τους άλλους για να πάμε στο Μουσείο.
Το οποίο, μετά το τόσο περπάτημα, μου φάνηκε σαν όαση. Έχει μια απόσταση από το Αρχαιολογικό Πάρκο και την κάναμε με τα αυτοκίνητα. Ευτυχώς που πήγαμε πρώτα στο Πάρκο. Πιθανότατα να μην έμπαινα στη διαδικασία της περιήγησης αν είχαμε δει πρώτα το Μουσείο. Ένα Μουσείο …κόσμημα. Είχε (όπως και στην είσοδο του Πάρκου) μηχάνημα με οθόνη αφής που μπορούσες να δεις κατόψεις, σχέδια, αεροφωτογραφίες, εικόνες των αντικειμένων, ιστορικά στοιχεία και τόσα άλλα. Είχε τρεις ορόφους με ομαδοποιημένα τα ευρήματα, επεξηγηματικές ταμπελίτσες, αναπαραστάσεις, μακέτες. Υπήρχε πωλητήριο αντιγράφων, αίθουσα προβολής σε τρεις γλώσσες, πρόνοια για ΑΜΕΑ. Μου άρεσε πολύ. Με εντυπωσίασε.
Αλλά "καιρός παντί πράγματι" και ήρθε κι ο καιρός να γυρίσουμε στην σύγχρονη εποχή.
Επόμενη στάση το ρέμα του Ορλιά.
Βγαίνοντας από το χωριό, απλώς ακολουθείς τις σημάνσεις.
Ο δρόμος "τελειώνει" σε μια στροφή όπου έχει δημιουργηθεί πλάτωμα. Είχε κάποια αμάξια εκεί, εκατέρωθεν. Λίγο πριν το τέλος, υπάρχει στα δεξιά ένας μικρός περιφραγμένος χώρος για πικ-νικ κι απ' όπου μπορείς να δεις από ψηλά έναν από τους αλλεπάλληλους καταρράκτες που σχηματίζει το ποτάμι και τ' απότομα βράχια που σκάφτηκαν τόσο βαθιά απ' αυτά τα καθάρια κι άγρια νερά. Υπάρχει κι ένα δρομάκι για τους πιο τολμηρούς που κατεβαίνει στα ριζά. Εμείς αφήσαμε τ' αυτοκίνητα εδώ. Κάναμε με τα πόδια τα λίγα ανηφορικά μέτρα μέχρι το τέλος του ασφαλτοστρωμένου δρόμου κι ακολουθώντας την ομαλή χωμάτινη διαδρομή, το θόρυβο του νερού και τις φωνές των λουόμενων, φτάσαμε στο ποτάμι.
Αριστερά χανόταν κατηφορίζοντας μέσα σε βράχια και φυλλωσιές δημιουργώντας πολλά αυλάκια και λιμνούλες μικρές και μεγαλύτερες, με άγριο βυθό.
Δεξιά έβλεπες στο βάθος επιβλητικό μα και φιλικό τον καταρράκτη που σχημάτιζε μια βαθιά λίμνη, με πεντακάθαρα νερά, διαυγή κι όμως πρασινωπά, παραμυθένια. Μια ομάδα ανθρώπων ήταν ήδη εκεί έχοντας καταλάβει την δεξιά πλευρά της όπου υπήρχε σκιά και …αμμουδιά. Αν και το νερό έμοιαζε παγωμένο μπήκαμε (οι περισσότεροι) ο ένας μετά τον άλλο. Αρχικά είπα ότι δεν θα τ' αποτολμήσω καθώς, πατώντας στα ρηχά, αισθανόμουν τα δάκτυλά μου να μουδιάζουν. Αλλά συνηθίζεις μετά από λίγο. Και πράγματι μπήκα εύκολα.
Πριν φύγουμε εξερευνήσαμε και το κατωφερές. Ακολουθήσαμε το νερό, περάσαμε ανάμεσα από βράχια, συστάδες δέντρων και θάμνων, μέσα από μικρές λιμνούλες και άγρια νεροφαγώματα και βγήκαμε στη κορυφή ενός ακόμα ομορφότερου καταρράκτη, που θα ξαφνιάστηκε κι αυτός όταν μας είδε καθώς ήταν έκδηλη η προσπάθειά του να μείνει κρυμμένος από την κοινή θέα. Ήταν ψηλός, πλούσιος, στιβαρός. Μπορούσαμε να δούμε κάτω στα πόδια του τη λίμνη του. Μια …πισίνα! Πολύ καλύτερη απ' αυτή που μόλις είχαμε βγει. Πώς να πάμε εκεί κάτω;
Δεν ήταν για όλους μας μια τέτοια περιπέτεια. Φύγαμε με βαριά καρδιά. Καβαλήσαμε τα οχήματα και τραβήξαμε για την παραλία. Επιστρέψαμε στον "πολιτισμό". Στην άσφαλτο, στην κίνηση, στη φασαρία. Κουρασμένοι αλλά γεμάτοι οξυγόνο και εικόνες καθίσαμε σε κάποια ταβέρνα σε μια απ' τις παραλίες της Πλάκας.
Τ' απογευματάκι επισκεφτήκαμε την κατασκήνωση με την ελπίδα να πετύχουμε κάποιο γνωστό. Πράγμα που έγινε και χαρήκαμε. Κάναμε κάποιες συνεννοήσεις για την επομένη.
Η επομένη ήταν ημέρα Τετάρτη. Το πρόγραμμα έλεγε Λιτόχωρο, φαράγγι του Ενιπέα, Π.Μονή Αγ.Διονυσίου, Πριόνια. Δεν μπορώ να πω ότι το ακολουθήσαμε. Στο Λιτόχωρο για παράδειγμα είχε τέτοια κίνηση που δεν μπορούσαμε ούτε να σταματήσουμε. Συνεννοηθήκαμε λοιπόν να το δούμε, αν γινόταν, στο γυρισμό. Και συνεχίσαμε βγαίνοντας στο δρόμο πίσω και κάτω απ' το Δημοτικό πάρκιγκ. Χάσαμε την έξοδο για Ενιπέα και πήραμε αυτήν για Παλιά Μονή και Πριόνια. Κάπου μας σταμάτησαν σ' ένα υποτυπώδες φυλάκιο για να δηλώσουμε από που ερχόμαστε(;) Δεν μου είχε ξανασυμβεί.
Προς το τέλος της διαδρομής και πολύ μετά το πρώτο καταφύγιο, υπάρχει μια διασταύρωση στ' αριστερά. Αυτός είναι ο δρόμος για το μοναστήρι που, απ' ότι είδαμε, ανακαινίζεται. Είναι κατηφορικός και χωμάτινος. Στα ρείθρα του γίνονται εργασίες κι ίσως σε "λίγο" να ρίξουν και άσφαλτο. Στο τέλος του, μετά από αρκετές φουρκέτες, υπάρχει ένα πλάτωμα διαμορφωμένο σε πρόχειρο παρκινγκ. Ανάμεσα στ' αυτοκίνητα που ξεκουράζονται στις σκιές, κάποιες κρυμμένες αναβαθμίδες σε βοηθούν, πεζός πια, να συνεχίσεις την κάθοδο. Το μονοπάτι στη βάση αυτής της υποτυπώδους σκάλας οδηγεί απ' τ' αριστερά στο σπήλαιο με μια διαδρομή 20' ενώ απ' τα δεξιά σε 10' στους καταρράκτες. Ο καπετάνιος έδωσε την διαταγή: "Όλο δεξιά".
Ακολουθήσαμε λοιπόν το δεξί τμήμα σ' ένα κλασικό μονοπάτι δάσους, πότε μέσα από ψηλά δέντρα, πότε δίπλα σ' απότομες αλλά σκιερές πλαγιές. Διασχίσαμε ένα ξεροπόταμο και στη διχάλα πήραμε την κάτω διαδρομή για να 'μαστε πιο κοντά στο ποτάμι που ακούγαμε. Κάπου στο τέλος μέσα από ένα άνοιγμα στις φυλλωσιές μια υπέροχη λιμνούλα αγκάλιαζε απ' την μέση ένα βράχο όμορφο, γεμάτο φυτά στην κορυφή του, που 'μοιαζε με τροπικό νησί στο μέσον της θάλασσας. Πέντε βήματα πιο κει, στην επόμενη καμπή και να ο αληθινός πρωταγωνιστής. Αυτός είναι καταρράκτης!! Το μέρος απορροφά όλες σου τις αισθήσεις.
Αμάθητος όπως είσαι, μεταφέρεσαι ξαφνικά στα βάθη της ζούγκλας. Βράχοι και δέντρα σχηματίζουν μια ημικυκλική θεόρατη σκηνή κι εσύ σιωπηλός προσπαθείς να ταξινομήσεις όλες τις προσλαμβάνουσες που σε κατακλύζουν. Στο κέντρο αυτή της εικόνας, το νερό πέφτει από ψηλά, αρχοντικά, περήφανα, χωρίς δυνατές κραυγές και θεατρινισμούς. Η λίμνη στα πόδια μας έχει το πιο καθαρό νερό που έχω δει. Που έχω πιεί. Και το πιο κρύο. Λίγο πιο μέσα να πατήσω κι αισθάνομαι τα δάκτυλά μου να πιρουνιάζουν. Όχι. Δεν μπορώ να κολυμπήσω εδώ. Κάποιοι άλλοι το κάνουν. Τους ζηλεύω.
Μείναμε όσο μπορούσαμε περισσότερο. Ήπιαμε, θαυμάσαμε, δοξάσαμε, φωτογραφίσαμε. Ποτιστήκαμε ολόκληροι. Σε λίγο ήρθαν κι άλλοι. Κι άλλοι. Και η ώρα περνούσε. Και παρ' όλο που το παραμυθένιο με είχε καταπιεί, έπρεπε να φύγουμε. Στην επιστροφή ανεβαίνω με κόπο τα χωμάτινα σκαλιά απ' το μονοπάτι προς το αυτοκίνητο. Ξεκινάμε για τα Πριόνια.
Πίσω μέχρι να βρούμε την άσφαλτο και μετά δεξιά. Το τελευταίο χλμ που οδηγεί στο καταφύγιο είναι ακόμη χωματόδρομος. Και οι επισκέπτες πολλοί. Τ' αμάξια είναι παρκαρισμένα κατά μήκος του δρόμου σε αρκετή απόσταση.
Το καταφύγιο/ταβέρνα μου φαίνεται μεγαλύτερο απ' ότι το θυμόμουν. Το μενού έχει εμπλουτιστεί. Εμείς επιμένουμε στα παραδοσιακά του χώρου. Φασολάδα, ρέγκα στα κάρβουνα, γίδα βραστή. Μα πριν, όλοι (οι άλλοι) θέλουν να δουν άλλο ένα καταρράκτη, λίγες δεκάδες μέτρα πιο πάνω. Τους περιμένω στη βρυσούλα.
Όταν όλα έχουν τελειώσει κατεβαίνουμε στο Λιμάνι ( Γρίτσα) για μπάνιο. Θαλάσσιο αυτή τη φορά. Το μέρος όμως δεν ενθουσιάζει τα παιδιά της παρέας κι έτσι επιστρέφουμε σε πιο γνώριμα μέρη, στις παραλίες της Πλάκας όπου φάγαμε χτες.
Κάτι είχα κανονίσει και για τ' απόγευμα αλλά απρόβλεπτα γεγονότα ματαιώνουν τα σχέδιά μου. Το πρωί φεύγουμε κάπως βιαστικά.
Πίσω στη βάση μας πια, βλέπω πως το κοντέρ έχει γράψει 661 χλμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου