Φως. Όσο έφταναν τα ματάκια του ήταν φως. Είχε θαμπωθεί. Φως και θαλπωρή. Και ασφάλεια. Συνήθισε εύκολα. Μπορούσε να τριγυρνάει ελεύθερα, να παίζει, να ζει. Άρχισε διστακτικές εξερευνήσεις. Δεν απομακρυνόταν από το φως. Κι καθώς η πηγή του φωτός στην οροφή ακολούθησε αργά την διαδρομή της προς τα εμπρός, μαζί της, ασυναίσθητα, κινήθηκε κι ο μικρούλης. Μαζί της κινήθηκε κι ο χρόνος. Σταθερά. Αργά. Αδυσώπητα.
Τώρα μπορούσε να διακρίνει περισσότερα πράγματα. Δεν υπήρχε παντού φως. Πίσω του, στο βάθος, είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένα σκοτεινό τούνελ. Έπρεπε να ακολουθεί το φως. Να κινείται προς τα εμπρός. Όμως δεν ήταν ανάγκη ν’ ανησυχεί. Το σκοτάδι δεν φαινόταν απειλητικό. Μόνον κάπως …μυστηριώδες. Μερικές φορές μάλιστα ένοιωθε κάποια έλξη γι’ αυτό. Και κάποια πρόκληση. Τώρα ήταν ολόκληρο παλικάρι. Γιατί να φοβάται; Δεν επέτρεπε στον εαυτό του τέτοιο συναίσθημα.
Είχε γνωρίσει τα πάντα. Έτρεξε πριν απ’ το φως για να δει τι υπάρχει εκεί. Έψαξε κάθε σπιθαμή στην επικράτειά του. Έμενε πίσω, αρκετές φορές, για να αποδείξει, στον εαυτό του περισσότερο, ότι δεν φοβόταν. Άφηνε να τον τυλίξει, έτσι λίγο, για πλάκα, το σκοτάδι και μετά πεταγόταν και πάλι μπροστά «νικητής».
Κάποιες φορές ξεχνιόταν. Κούραση, συνήθεια, εξοικείωση, μέριμνες, ηλικία. Βάρυνε. Θα ‘πρεπε να ζει πιο κοντά στο φως. Δεν μπορούσε να τρέχει πια όπως άλλοτε. Αν μείνει πολύ πίσω το φως θα μικρύνει στα μάτια του απομακρυνόμενο. Το σκοτάδι θα καταλάβει το χώρο.
Δεν μπορείς να παίζεις με το σκοτάδι. Δεν μπορείς να επαναπαύεσαι.
Τώρα μπορούσε να διακρίνει περισσότερα πράγματα. Δεν υπήρχε παντού φως. Πίσω του, στο βάθος, είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένα σκοτεινό τούνελ. Έπρεπε να ακολουθεί το φως. Να κινείται προς τα εμπρός. Όμως δεν ήταν ανάγκη ν’ ανησυχεί. Το σκοτάδι δεν φαινόταν απειλητικό. Μόνον κάπως …μυστηριώδες. Μερικές φορές μάλιστα ένοιωθε κάποια έλξη γι’ αυτό. Και κάποια πρόκληση. Τώρα ήταν ολόκληρο παλικάρι. Γιατί να φοβάται; Δεν επέτρεπε στον εαυτό του τέτοιο συναίσθημα.
Είχε γνωρίσει τα πάντα. Έτρεξε πριν απ’ το φως για να δει τι υπάρχει εκεί. Έψαξε κάθε σπιθαμή στην επικράτειά του. Έμενε πίσω, αρκετές φορές, για να αποδείξει, στον εαυτό του περισσότερο, ότι δεν φοβόταν. Άφηνε να τον τυλίξει, έτσι λίγο, για πλάκα, το σκοτάδι και μετά πεταγόταν και πάλι μπροστά «νικητής».
Κάποιες φορές ξεχνιόταν. Κούραση, συνήθεια, εξοικείωση, μέριμνες, ηλικία. Βάρυνε. Θα ‘πρεπε να ζει πιο κοντά στο φως. Δεν μπορούσε να τρέχει πια όπως άλλοτε. Αν μείνει πολύ πίσω το φως θα μικρύνει στα μάτια του απομακρυνόμενο. Το σκοτάδι θα καταλάβει το χώρο.
Δεν μπορείς να παίζεις με το σκοτάδι. Δεν μπορείς να επαναπαύεσαι.