Είχα ξαναπάει. Και όχι μόνο μια ή δυο φορές. Είχα πάει και σ’ άλλες εποχές. Και δεν είχα σκοπό να το ξανακάνω. Αρκετά με το Πήλιο. Να όμως που «μια πενθήμερη διαμονή για δυο άτομα» ήταν το βραβείο κάποιου διαγωνισμού που συμμετείχα. Και μάλιστα σε ξενοδοχείο με πιασάρικο όνομα!! Δώρο λοιπόν και το ξανασκέφτηκα. Και το δούλευα στο μυαλό μου από τον Ιούλιο. Δεν υπήρχε όμως άνοιγμα. Τελικά βρήκαμε τις ημερομηνίες, ειδοποιήσαμε την εταιρεία και συνεννοηθήκαμε τηλεφωνικά με την ρεσεψιόν. Που είναι το Ξενοδοχείο; Στην Τσαγκαράδα!! Γιατί να μην είναι πιο κοντά στο Βόλο;;
Ξεκινήσαμε το πρωί της Κυριακής, αλλά μέχρι τις 12μιση περίπου ήμασταν ακόμα στη Θεσ/νίκη. Μετά από μια σύντομη στάση για καφέ στον «Κορινό» συνεχίζουμε και γύρω στις 2μιση ανεβαίνουμε στο Παλιό Παντελεήμονα για φαγητό. Το χοιρινό στο πήλινο με καπνιστό τυρί Μετσόβου και παράξενο όνομα ήταν υπέροχο. Η άλλη μερίδα, το «καστοριανό» (χοιρινό σε σφολιάτα), δεν με ενθουσίασε.
Έπρεπε να συνεχίσουμε. Περνάμε την Λάρισα (4 έξοδοι) κι όταν αυτή χάνεται πίσω μας κι εγώ αρχίζω να απελπίζομαι, ιδού η έξοδος για Βόλο. Περίεργο!! Δεν το θυμόμουν έτσι. Δεν έχω ώρα όμως για να το λύσω τώρα. Τώρα σκοτεινιάζει νωρίς. Κι όπως το φοβόμουν. Μέχρι το Βόλο όλα καλά. Αλλά μετά την Αγριά (ναι, πήρα αυτόν τον δρόμο και όχι τον άλλο από τα Χάνια), άρχισε να σουρουπώνει. Αφού περάσαμε και τα Καλά Νερά στρίψαμε για Μηλιές. Από κει και πέρα χρειαζόμασταν φώτα. Και σύντομα τα δυνατά. Εκτός της προχωρημένης ώρας και της συννεφιάς είχε προστεθεί και η μαυρίλα από τις καμένες περιοχές. Τις άλλες μέρες θα βλέπαμε σε μεγαλύτερη έκταση την καταστροφή. Τώρα η νύχτα την σκέπαζε σιγά σιγά από τα μάτια μας.
Στις 6 περίπου, βρήκαμε την διασταύρωση για Μυλοπόταμο και σε λίγο το ξενοδοχείο μας (Pilio Holiday Club). Δώσαμε τα διαπιστευτήριά μας και μας οδήγησαν στο δωμάτιό μας. Ήμουν κουρασμένος κι ένοιωθα σαν να ‘ταν 9 ή 10 η ώρα. Δεν είχα κουράγιο να πάω πουθενά. Που να ψάξω για εστιατόριο; Και Τσαγκαράδα και Μυλοπόταμος (τα πιο κοντινά) μου φαινόταν ότι απείχαν μια ήπειρο. Μόνο για να πάω στο αυτοκίνητο έπρεπε ν’ ανέβω 97 σκαλάκια. Φτάνει το κακό της ημέρας.
Την άλλη μέρα, Δευτέρα, η θερμοκρασία ήταν στους 10 βαθμούς και το κρύο ανεκτό. Η ζέστη του δωματίου μας κρατούσε μέσα. Υπήρχε air-condition και καλοριφέρ που λειτουργούσε. Και τζάκι για ειδικές περιπτώσεις. Υπήρχε και mini-Bar αλλά όχι ψυγείο. Τι κάνουνε το καλοκαίρι από άποψη κρύου νερού;!! Περίεργο!!
Τεσπα. Κατά τις 11 αποφασίσαμε να πάμε για καφέ. Και μέσα να μείνεις τι να κάνεις; Ούτε στο μπαλκονάκι μπορούσες να σταθείς από το κρύο, ούτε θέα είχαμε. Από το παράθυρο δεν έβλεπες παρά το πιο κάτω μπαγκαλόουζ. Που, όμως να πάμε; ; Μέχρι το Μυλοπόταμο (που δεν είναι χωριό τελικά αλλά περιοχή) τα πάντα ήταν κλειστά. Γυρίσαμε Τσαγκαράδα. Στην αρχή σχεδόν του χωριού βρήκαμε ένα kafe. Περιποιημένο με πολύ καλή εκμετάλλευση του χώρου και καλή χρήση των ντόπιων υλικών, πέτρας και ξύλου. Κι ομολογουμένως και ο καφές τους ήταν υπέροχος. Ο καιρός όμως δεν βοηθούσε για άλλες δραστηριότητες. Κρύο και υγρασία, αεράκι παγωμένο κι ελαφριά συννεφιά. Ούτε λόγος για να κάτσεις έξω ή για να κόβεις βόλτες. Πήγαμε πλατεία αλλά κι εκεί ερημιά. Ο 100χρονος πλάτανος μόνος κι αυτός. Κάπου βρήκαμε ένα φούρνο και μετά ένα ψιλικατζίδικο. Κάποιος ήταν σε κάτι που κατ’ ευφημισμό ονομάζανε Super-Market. Πήγαμε και στο διπλανό χωριό. Τα ίδια, η ίδια ερήμωση. Ξανά λοιπόν στη Τσαγκαράδα. Η ώρα είχε περάσει και διαλέξαμε ένα από τα δύο ή τρία εστιατόρια που φαινόταν να λειτουργούν. Το συγκεκριμένο, «της Αλέκας», ήταν πάνω στη διασταύρωση καθώς βγαίνει κάποιος από την Πλατεία, απέναντι από την υποτυπώδη τράπεζα και το φαρμακείο. Είναι και ξενώνας, είναι όμορφο εξωτερικά και ανακαλύψαμε πως το ίδιο περιποιημένο κι όμορφο ήταν και εσωτερικά. Είπαμε «αξίζει» με το που κάτσαμε. Και το είπαμε κι όταν φύγαμε. Μεγάλη ποικιλία πιάτων (πήραμε «Χοιρινό με Δαμάσκηνα» και «Κρέας (3 ειδών) με Φασόλια») και ακόμη μεγαλύτερη κρασιών. Δεν βόλεψε να ξαναπάμε αν και το είχα στο πρόγραμμα. Αργότερα μάθαμε ότι προτάθηκε και αξιολογήθηκε, όχι μόνο μια χρονιά, σαν ένα από τα καλύτερα στο είδος του και πως επίσημοι της πολιτείας δεν αμελούν να περνούν κατά καιρούς το κατώφλι του.
Το απογευματάκι κατεβήκαμε στο Βόλο. Κάναμε έκπληξη σε γνωστούς μας και συνεννοηθήκαμε με κάποιους απ’ αυτούς να βρεθούμε και να φάμε μαζί την επομένη.
Την Τρίτη λοιπόν ετοιμαστήκαμε για κει. Όλο το βράδυ έβρεχε έντονα και όταν ξεκινήσαμε υπήρχε ομίχλη που στο δρόμο πύκνωνε. Παρ’ όλα αυτά δεν υποψιάστηκα τον κίνδυνο και είπα να πάμε από Χάνια αυτή την φορά. Η θερμοκρασία έπεσε γρήγορα στους 2ο C και μετά στον 1ο C. Χιόνιζε και άρχισε να πιάνει στην άσφαλτο πριν ακόμα φτάσουμε στα Χάνια. Εκεί όμως είχαν ήδη ασχοληθεί με το θέμα και τα μηχανήματα καθάριζαν τον δρόμο. Κάπου γλιστρήσαμε, κάπου παίξαμε, κάπου βγάλαμε φωτογραφίες. Μετά τα Χάνια έφυγε η πίεση κι όλα ήταν πιο εύκολα. Το χιόνι στο παμπρίζ έλιωσε πριν φτάσουμε στον Άνω Βόλο.
Η μέρα πέρασε ευχάριστα, με καλή παρέα. Πάνω από ένα χρόνο είχαμε να τα πούμε με τους ανθρώπους μας. Τώρα ελπίζω να μπορέσουν να έρθουν κι αυτοί προς τα μέρη μας. Στην επιστροφή πήραμε πάλι τον δρόμο προς Αγριά. Ο καιρός είχε μαλακώσει. Κάπου μετά τις Μηλιές η νύχτα μας πρόλαβε και πάλι. Κάπου είδαμε, σε δυο μάλιστα περιπτώσεις, αγριογούρουνα που διέσχισαν το δρόμο κάθετα και χάθηκαν ανάμεσα σε κουμαριές (είχα χρόνια να δοκιμάσω), μηλιές, καστανιές, ελιές.
Την επομένη ψιλόβρεχε αλλά δεν είχε αυτό το ενοχλητικό παγωμένο αεράκι. Σκέφτηκα να πάμε προς Αργαλαστή. Περάσαμε λοιπόν. Αλλά δεν με ...ενθουσίασε το χωριό και δεν σταματήσαμε. Συνεχίσαμε λοιπόν και φτάσαμε μέχρι Μαύρη Πέτρα. Τα παραλιακά χωριουδάκια ήταν πολύ καλύτερα. Ξαναπεράσαμε (αναγκαστικά) από Αργαλαστή, πήραμε το δρόμο για Αφέτες με την υπέροχη θέα, μετά Κορόπη (ή Κορωπή) και πάλι πάνω στις Μηλιές για φαΐ. Το ιστορικό χωριό είχε κίνηση αλλά το φαγητό δεν έλεγε και πολλά. Ο «Μουντζούρης» λειτουργούσε μόνο Σαββατοκύριακο και μας είπαν ότι θέλει 40 ευρώ το άτομο για μια διαδρομή μετ’ επιστροφής. Ξεκουραστήκαμε για λίγο στο κατάλυμά μας και ξανακατεβήκαμε στο Βόλο. Δεν θέλαμε να μην πάμε στο ραντεβού με τον Φίλο μας.
Η Πέμπτη ήταν η τελευταία μέρα. Θα μπορούσαμε να μείνουμε άλλο ένα βράδυ αλλά είχα δουλειά το πρωί της Παρασκευής. Αφού ξυπνήσαμε λοιπόν, με την άνεσή μας, ετοιμαστήκαμε παραδώσαμε το κλειδί (μας ζήτησαν 7 ευρώ για μια χρέωση που δεν κάναμε) και πήραμε πάλι το δρόμο από Χάνια. Γεμίσαμε τα παγούρια μας με ζωντανό νερό από τις πάμπολλες και υπέροχες πηγές που συναντούσαμε. Αν δεν είχαν έρθει οι τουρίστες, οι ντόπιοι δεν θα ξέρανε τι είναι το εμφιαλωμένο! Αγοράσαμε μήλα απ’ το δέντρο και κάστανα που βρίσκονταν με δυσκολία πια. Γεμίσαμε την ψηφιακή και το μυαλό μας με φθινοπωρινές εικόνες. Γύρω στις 1μιση αποχαιρετίσαμε τους ανθρώπους μας στο ζαχαροπλαστείο τους με τις μοναδικές τους δημιουργίες και φύγαμε.
Ξεκινήσαμε το πρωί της Κυριακής, αλλά μέχρι τις 12μιση περίπου ήμασταν ακόμα στη Θεσ/νίκη. Μετά από μια σύντομη στάση για καφέ στον «Κορινό» συνεχίζουμε και γύρω στις 2μιση ανεβαίνουμε στο Παλιό Παντελεήμονα για φαγητό. Το χοιρινό στο πήλινο με καπνιστό τυρί Μετσόβου και παράξενο όνομα ήταν υπέροχο. Η άλλη μερίδα, το «καστοριανό» (χοιρινό σε σφολιάτα), δεν με ενθουσίασε.
Έπρεπε να συνεχίσουμε. Περνάμε την Λάρισα (4 έξοδοι) κι όταν αυτή χάνεται πίσω μας κι εγώ αρχίζω να απελπίζομαι, ιδού η έξοδος για Βόλο. Περίεργο!! Δεν το θυμόμουν έτσι. Δεν έχω ώρα όμως για να το λύσω τώρα. Τώρα σκοτεινιάζει νωρίς. Κι όπως το φοβόμουν. Μέχρι το Βόλο όλα καλά. Αλλά μετά την Αγριά (ναι, πήρα αυτόν τον δρόμο και όχι τον άλλο από τα Χάνια), άρχισε να σουρουπώνει. Αφού περάσαμε και τα Καλά Νερά στρίψαμε για Μηλιές. Από κει και πέρα χρειαζόμασταν φώτα. Και σύντομα τα δυνατά. Εκτός της προχωρημένης ώρας και της συννεφιάς είχε προστεθεί και η μαυρίλα από τις καμένες περιοχές. Τις άλλες μέρες θα βλέπαμε σε μεγαλύτερη έκταση την καταστροφή. Τώρα η νύχτα την σκέπαζε σιγά σιγά από τα μάτια μας.
Στις 6 περίπου, βρήκαμε την διασταύρωση για Μυλοπόταμο και σε λίγο το ξενοδοχείο μας (Pilio Holiday Club). Δώσαμε τα διαπιστευτήριά μας και μας οδήγησαν στο δωμάτιό μας. Ήμουν κουρασμένος κι ένοιωθα σαν να ‘ταν 9 ή 10 η ώρα. Δεν είχα κουράγιο να πάω πουθενά. Που να ψάξω για εστιατόριο; Και Τσαγκαράδα και Μυλοπόταμος (τα πιο κοντινά) μου φαινόταν ότι απείχαν μια ήπειρο. Μόνο για να πάω στο αυτοκίνητο έπρεπε ν’ ανέβω 97 σκαλάκια. Φτάνει το κακό της ημέρας.
Την άλλη μέρα, Δευτέρα, η θερμοκρασία ήταν στους 10 βαθμούς και το κρύο ανεκτό. Η ζέστη του δωματίου μας κρατούσε μέσα. Υπήρχε air-condition και καλοριφέρ που λειτουργούσε. Και τζάκι για ειδικές περιπτώσεις. Υπήρχε και mini-Bar αλλά όχι ψυγείο. Τι κάνουνε το καλοκαίρι από άποψη κρύου νερού;!! Περίεργο!!
Τεσπα. Κατά τις 11 αποφασίσαμε να πάμε για καφέ. Και μέσα να μείνεις τι να κάνεις; Ούτε στο μπαλκονάκι μπορούσες να σταθείς από το κρύο, ούτε θέα είχαμε. Από το παράθυρο δεν έβλεπες παρά το πιο κάτω μπαγκαλόουζ. Που, όμως να πάμε; ; Μέχρι το Μυλοπόταμο (που δεν είναι χωριό τελικά αλλά περιοχή) τα πάντα ήταν κλειστά. Γυρίσαμε Τσαγκαράδα. Στην αρχή σχεδόν του χωριού βρήκαμε ένα kafe. Περιποιημένο με πολύ καλή εκμετάλλευση του χώρου και καλή χρήση των ντόπιων υλικών, πέτρας και ξύλου. Κι ομολογουμένως και ο καφές τους ήταν υπέροχος. Ο καιρός όμως δεν βοηθούσε για άλλες δραστηριότητες. Κρύο και υγρασία, αεράκι παγωμένο κι ελαφριά συννεφιά. Ούτε λόγος για να κάτσεις έξω ή για να κόβεις βόλτες. Πήγαμε πλατεία αλλά κι εκεί ερημιά. Ο 100χρονος πλάτανος μόνος κι αυτός. Κάπου βρήκαμε ένα φούρνο και μετά ένα ψιλικατζίδικο. Κάποιος ήταν σε κάτι που κατ’ ευφημισμό ονομάζανε Super-Market. Πήγαμε και στο διπλανό χωριό. Τα ίδια, η ίδια ερήμωση. Ξανά λοιπόν στη Τσαγκαράδα. Η ώρα είχε περάσει και διαλέξαμε ένα από τα δύο ή τρία εστιατόρια που φαινόταν να λειτουργούν. Το συγκεκριμένο, «της Αλέκας», ήταν πάνω στη διασταύρωση καθώς βγαίνει κάποιος από την Πλατεία, απέναντι από την υποτυπώδη τράπεζα και το φαρμακείο. Είναι και ξενώνας, είναι όμορφο εξωτερικά και ανακαλύψαμε πως το ίδιο περιποιημένο κι όμορφο ήταν και εσωτερικά. Είπαμε «αξίζει» με το που κάτσαμε. Και το είπαμε κι όταν φύγαμε. Μεγάλη ποικιλία πιάτων (πήραμε «Χοιρινό με Δαμάσκηνα» και «Κρέας (3 ειδών) με Φασόλια») και ακόμη μεγαλύτερη κρασιών. Δεν βόλεψε να ξαναπάμε αν και το είχα στο πρόγραμμα. Αργότερα μάθαμε ότι προτάθηκε και αξιολογήθηκε, όχι μόνο μια χρονιά, σαν ένα από τα καλύτερα στο είδος του και πως επίσημοι της πολιτείας δεν αμελούν να περνούν κατά καιρούς το κατώφλι του.
Το απογευματάκι κατεβήκαμε στο Βόλο. Κάναμε έκπληξη σε γνωστούς μας και συνεννοηθήκαμε με κάποιους απ’ αυτούς να βρεθούμε και να φάμε μαζί την επομένη.
Την Τρίτη λοιπόν ετοιμαστήκαμε για κει. Όλο το βράδυ έβρεχε έντονα και όταν ξεκινήσαμε υπήρχε ομίχλη που στο δρόμο πύκνωνε. Παρ’ όλα αυτά δεν υποψιάστηκα τον κίνδυνο και είπα να πάμε από Χάνια αυτή την φορά. Η θερμοκρασία έπεσε γρήγορα στους 2ο C και μετά στον 1ο C. Χιόνιζε και άρχισε να πιάνει στην άσφαλτο πριν ακόμα φτάσουμε στα Χάνια. Εκεί όμως είχαν ήδη ασχοληθεί με το θέμα και τα μηχανήματα καθάριζαν τον δρόμο. Κάπου γλιστρήσαμε, κάπου παίξαμε, κάπου βγάλαμε φωτογραφίες. Μετά τα Χάνια έφυγε η πίεση κι όλα ήταν πιο εύκολα. Το χιόνι στο παμπρίζ έλιωσε πριν φτάσουμε στον Άνω Βόλο.
Η μέρα πέρασε ευχάριστα, με καλή παρέα. Πάνω από ένα χρόνο είχαμε να τα πούμε με τους ανθρώπους μας. Τώρα ελπίζω να μπορέσουν να έρθουν κι αυτοί προς τα μέρη μας. Στην επιστροφή πήραμε πάλι τον δρόμο προς Αγριά. Ο καιρός είχε μαλακώσει. Κάπου μετά τις Μηλιές η νύχτα μας πρόλαβε και πάλι. Κάπου είδαμε, σε δυο μάλιστα περιπτώσεις, αγριογούρουνα που διέσχισαν το δρόμο κάθετα και χάθηκαν ανάμεσα σε κουμαριές (είχα χρόνια να δοκιμάσω), μηλιές, καστανιές, ελιές.
Την επομένη ψιλόβρεχε αλλά δεν είχε αυτό το ενοχλητικό παγωμένο αεράκι. Σκέφτηκα να πάμε προς Αργαλαστή. Περάσαμε λοιπόν. Αλλά δεν με ...ενθουσίασε το χωριό και δεν σταματήσαμε. Συνεχίσαμε λοιπόν και φτάσαμε μέχρι Μαύρη Πέτρα. Τα παραλιακά χωριουδάκια ήταν πολύ καλύτερα. Ξαναπεράσαμε (αναγκαστικά) από Αργαλαστή, πήραμε το δρόμο για Αφέτες με την υπέροχη θέα, μετά Κορόπη (ή Κορωπή) και πάλι πάνω στις Μηλιές για φαΐ. Το ιστορικό χωριό είχε κίνηση αλλά το φαγητό δεν έλεγε και πολλά. Ο «Μουντζούρης» λειτουργούσε μόνο Σαββατοκύριακο και μας είπαν ότι θέλει 40 ευρώ το άτομο για μια διαδρομή μετ’ επιστροφής. Ξεκουραστήκαμε για λίγο στο κατάλυμά μας και ξανακατεβήκαμε στο Βόλο. Δεν θέλαμε να μην πάμε στο ραντεβού με τον Φίλο μας.
Η Πέμπτη ήταν η τελευταία μέρα. Θα μπορούσαμε να μείνουμε άλλο ένα βράδυ αλλά είχα δουλειά το πρωί της Παρασκευής. Αφού ξυπνήσαμε λοιπόν, με την άνεσή μας, ετοιμαστήκαμε παραδώσαμε το κλειδί (μας ζήτησαν 7 ευρώ για μια χρέωση που δεν κάναμε) και πήραμε πάλι το δρόμο από Χάνια. Γεμίσαμε τα παγούρια μας με ζωντανό νερό από τις πάμπολλες και υπέροχες πηγές που συναντούσαμε. Αν δεν είχαν έρθει οι τουρίστες, οι ντόπιοι δεν θα ξέρανε τι είναι το εμφιαλωμένο! Αγοράσαμε μήλα απ’ το δέντρο και κάστανα που βρίσκονταν με δυσκολία πια. Γεμίσαμε την ψηφιακή και το μυαλό μας με φθινοπωρινές εικόνες. Γύρω στις 1μιση αποχαιρετίσαμε τους ανθρώπους μας στο ζαχαροπλαστείο τους με τις μοναδικές τους δημιουργίες και φύγαμε.
Στην Έξοδο στον περιφερειακό μπερδεύτηκα. Μέχρι τις 2μιση όμως ήμασταν στον Πλαταμώνα για φαγητό και το απολαύσαμε σε μια από τις παραλιακές. Ήταν καιρός για ψαράκι.
Δεν κάναμε άλλη στάση. Αυτό το απόγευμα ήπια καφέ σπίτι μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου