Στη κοιλιά του «Νόνα Μαίρη» που απέπλεε από Αλεξ/λη, το κοντέρ έγραψε 166,7 χλμ. Μέχρι το τέλος του ταξιδιού θα συμπληρώναμε αισίως τα 532,9.
Δευτέρα 28/7. Μετά από 2 ½ περίπου ώρες ταξιδιού φτάσαμε, λίγο πριν το μεσημέρι, στο νησί των Μυστηρίων και των Κάβειρων θεοτήτων.
Από Καμαριώτισσα φύγαμε αμέσως για τα Θέρμα. Λίγο πριν φτάσουμε στον οικισμό σε μια διακλάδωση στα δεξιά του δρόμου ήταν το κατάλυμά μας.
Η παρέα μας είχε έρθει και πριν λίγους μήνες στο νησί και ενθουσιάστηκε. Μας «έπεισε» να πάμε όλοι μαζί. Κι εγώ είχα ξανάρθει, πολλά χρόνια πριν. Και οι αλλαγές που έβλεπα τώρα ήταν σημαντικές.
Αφού τακτοποιηθήκαμε, ανεβήκαμε στις «βάθρες». Ένα από τα λίγα μέρη που έμεινε (σχεδόν) όπως το θυμόμουν. Βουτήξαμε στην πρώτη βάθρα, ανεβήκαμε και διασχίσαμε την δεύτερη και φτάσαμε έτσι, βουτιά και σκαρφάλωμα, μέχρι την τέταρτη ή την πέμπτη. Ποιος μετρούσε άλλωστε; Το μυαλό μας και οι αισθήσεις μας ήταν απασχολημένες στο ν' απορροφούν ομορφιά και γαλήνη.
Μια και δεν μας ακολούθησαν όλοι, βιαστήκαμε να επιστρέψουμε.
Κατεβαίνοντας περπατήσαμε λίγο στο «δασάκι των Αναρχικών», με τα αιωνόβια πλατάνια, τις χαμηλές φτέρες, τους …ασυνήθιστους θαμώνες. Δροσιά, πυκνές φυλλωσιές, μεγάλες κουφάλες, παχιά σκιά, νερό, μικρά ξέφωτα με αιώρες και πρόχειρα σκηνάκια. Το μέρος είναι η αρχή του δάσους του «Μαρτίνη». Ένα δάσος που θεωρείται ανεξερεύνητο.
Η ώρα όμως περνούσε, η κούραση μας καταβάρυνε και η πείνα μας οδηγούσε στο αναπόφευκτο. Φάγαμε στη «Γριά Βάθρα». Δοκιμάσαμε φέτες ξιφία και ροφό στα κάρβουνα, κατσικάκι γεμιστό, κατσικάκι φούρνου και άλλα που μπροστά τους μοιάζουν τώρα …λεπτομέρειες. Το κατσικάκι φούρνου πήρε ομόφωνα το βραβείο.
Το κατσικάκι άλλωστε θα μπορούσε να είναι το «σήμα κατατεθέν» της Σαμοθράκης. Παντού στο δρόμο βλέπεις ελεύθερα, μεμονωμένα, αδέσποτα κατσίκια. Ένα χαρακτηριστικό του νησιού!! Και απορίας άξιον!
Τεσπα. Το απόγευμα επιλέξαμε τους Κήπους για μπανάκι. Η μια από τις δυο τρεις παραλίες του νησιού που αξίζουν. Μεγάλη πλαζ, ψιλό πετραδάκι, καθαρά, βαθιά νερά. Μια καντίνα της κακιάς ώρας προμηθεύει νερό, φραπεδάκι και ντουζιέρα. Και την δυνατότητα να τσιμπήσεις κάτι.
Εκεί τελειώνει κι ο δρόμος. Το βουνό βουτά στη θάλασσα. Σου μένει μόνο να επιστρέψεις. Κι αυτό κάναμε. Αργότερα βγήκαμε για βολτούλα στα Θέρμα. Όσο νύχτωνε ο τόπος έσφυζε από κίνηση, μουσική και συγκεκριμένο τύπο ανθρώπων. Κατεβήκαμε στη Καμαριώτισσα για να ρωτήσουμε για τα καραβάκια που κάνουν το «γύρο» του νησιού και με την ευκαιρία χτυπήσαμε σαρδέλα στα κάρβουνα και λιαστό χταπόδι.
Το αεράκι της επομένης ματαίωσε το προγραμματισμένο μας ταξιδάκι. Τα καραβάκια δεν πήραν το «ok» από το λιμεναρχείο. Εμείς πήραμε τον δρόμο για τον «Φονιά». Περνώντας τα κάμπιγκς στον κεντρικό, φτάσαμε στην γέφυρα, στην εκβολή του ποταμού. Δώσαμε από 1 ευρώ για «είσοδο» και εφοδιασμένοι με νερό, αθλητικά, φωτογραφικές και κουράγιο ακολουθήσαμε την κοίτη για περίπου μισή ώρα. Και μόνο η διαδρομή άξιζε. Αλλά και ο προορισμός δεν υπολειπόταν της φήμης του. Μια μεγάλη φυσική πισίνα («βάθρα») στην οποία έπρεπε να μπεις και να κολυμπήσεις για ν’ αντικρίσεις σε μια καμπή του σχηματισμού των βράχων τον υπέροχο καταρράκτη που μέχρι τότε μόνο άκουγες.
Δεν έπρεπε να μείνουμε πολύ. Αν θέλαμε να πάμε και παραπέρα. Σύντομα λοιπόν αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τον διπλανό στη λιμνούλα απόκρημνο μονοπάτι. Μάρτυρας της επικινδυνότητας του η μικρή μαρμάρινη πλάκα με τα στοιχεία και τη φωτογραφία του νεαρού που έχασε εκεί την ζωή του. Και μετά την ανάβαση η κατάβαση προς μια άλλη βάθρα, προς ένα άλλο καταρράκτη, προς μια ακόμη υπέροχη τοποθεσία. Εδώ η λίμνη ήταν μεγαλύτερη με αμμώδη πυθμένα και μπορούσες να μπεις εύκολα και αργά. Ο καταρράκτης ήταν ακόμη πιο επιβλητικός κι εκεί, στα πλάγια, μια μεγάλη φυσική αψίδα σκαλισμένη στο βράχο σαν από ανθρώπινο χέρι συμπλήρωνε την εικόνα που προκαλούσε θαυμασμό και ανάταση. Ακολουθώντας προς τα κάτω την διαδρομή του νερού που υπερχείλιζε την βάθρα, φτάσαμε σε μια άλλη μικρότερη με ανώμαλο πυθμένα από στρογγυλεμένους βράχους. Το νερό έπεφτε εκεί από μικρό ύψος σαν από κρουνό και έκανε ένα πολύ δυνατό κι αναζωογονητικό μασάζ σε όποιον τολμούσε να μπει (και να μείνει) από κάτω. Πολλοί έφταναν μέχρι εκεί, σ’ αυτό το μέρος. Κάθε ηλικίας. Κάποιοι μάλιστα φάνηκε ότι μένουν εκεί.
Ξέραμε ότι υπάρχει και τρίτος καταρράκτης πιο πάνω, με το κωδικό «Κλείδωση». Όμως ούτε τη κατάρτιση, ούτε την αντοχή είχαμε για να συνεχίσουμε. Φυλακίσαμε στο μυαλό μας και τις φωτογραφικές ό,τι μπορούσαμε να αποθηκεύσουμε από την φυσική άγρια ομορφιά του μέρους κι αρχίσαμε την επιστροφή. Η όλη υπόθεση κράτησε τρεις-τρεισήμισι ώρες. Αλλά μας φάνηκε πολύ περισσότερο. Όταν φτάσαμε στα αμάξια μας ήμουν εξαντλημένος και πεινασμένος. Αποφασισμένοι να ικανοποιήσουμε την πείνα μας πήγαμε στις «Καρυδιές». Εκτός από τα φημισμένα του φασόλια σε τηγάνι και φούρνο και το δικό τους τυρί, πήραμε κατσικάκι με κυδώνι, κατσικάκι με δαμάσκηνο, κατσικάκι στη λαδόκολλα, ομελέτα με λαχανικά κλπ κλπ.
Το απογευματάκι πήγαμε στη Χώρα. Διασχίσαμε τα ανηφορικά καλντερίμια που οδηγούν στο κάστρο κι εκεί, στην αυλή του, φάγαμε τα ονομαστά γλυκά κουταλιού Σαμοθράκης, βλέποντας και φωτογραφίζοντας το ηλιοβασίλεμα. Αργότερα κατηφορίσαμε προς Καμαριώτισσα από άλλο δρόμο. Φάγαμε μεζεδάκια σε μία γραφική ταβερνούλα (κουτούκι περισσότερο) έξω από τα Θέρμα.
Την Τρίτη μέρα περιμέναμε να αρθεί το «απαγορευτικό» που κρατούσε δεμένα τα δυο καραβάκια που κάνουν (για 18 ευρώ το άτομο) το «γύρο» του νησιού, το καθένα τον αντίθετο μισό. Απογοήτευση. Ο αέρας δεν έπεφτε, η έγκριση δεν έφτασε ποτέ. Μείναμε λοιπόν εκεί, στο λιμανάκι των Θερμών, κολυμπήσαμε και ήπιαμε το φραπεδάκι μας. Για μεσημέρι διαλέξαμε μια γειτονική ταβέρνα, «Ο Ψαράς», με αφεντικό έναν νεαρό Καβαλιώτη γαλανομάτη. Πάλι κάτι ψαράκια χτυπήσαμε αλλά δεν θυμάμαι …λεπτομέρειες. Εδώ τελικά, αποδείχτηκε ότι ξεχάσαμε την φωτογραφική. Τρίτη αναποδιά το ότι ο αρχαιολογικός χώρος έκλεινε την ώρα που φτάσαμε. Μπορέσαμε να μπούμε μόνο στο μουσείο. «Τα εισιτήρια ισχύουν και για αύριο», μας ενημέρωσαν. «Αύριο» όμως ήταν η μέρα αναχώρησής μας. Πρωινό ξύπνημα και αγωνία να προλάβουμε το καράβι. Και μετά αγωνία για το αν θα φύγουμε ή όχι, μια και ο αέρας ήταν επικίνδυνα κοντά στο όριο.
Εκεί μάθαμε και για τη φωτιά που έκαιγε το προηγούμενο βράδυ το νησί.
Τελικά ο απόπλους επιτράπηκε με μια ώρα "καθυστέρηση λόγω βλάβης" και φτάσαμε στην Αλεξ/λη, μαζί με όλα τα σκαπτικά και τις υδροφόρες που επέστρεφαν θριαμβευτές από την μάχη με τις φλόγες.
Καθυστερήσαμε λίγο στο παζάρι της πόλης και μετά πήραμε το δρόμο για το Φανάρι. Μπάνιο κοντά στο κάμπιγκ και φαγητό. Κάτι κουτσουμούρες θυμάμαι και το γλυκό στο τέλος. Ήθελα κάπου να ξαπλώσω αλλά η καλύτερη ξεκούραση γίνεται στο …σπίτι.
(Σημ.: Δυστυχώς, μέχρι που φύγαμε, το πρόβλημα που αντιμετώπιζε το νησί με το θέμα των σκουπιδιών δεν είχε λυθεί.)